H IΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
(Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του Θουκυδίδη)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ: ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Στη Φιλοσοφία - λέει ο Ενγκελς - όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, αναγκαζόμαστε κάθε τόσο να ξαναγυρνούμε "στις κατακτήσεις του μικρού αυτού λαού, που τα καθολικά του χαρίσματα και η δραστηριότητά του του εξασφάλισαν στην ιστορία της εξέλιξης της ανθρωπότητας μια θέση που κανείς άλλος λαός δε μπορεί να του τη διεκδικήσει... στις πολυποίκιλες μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας υπάρχουν κιόλας, σε εμβρυακή κατάσταση, στην πορεία της ανάπτυξής τους, όλες σχεδόν οι απόψεις των κατοπινών θεωριών για τον κόσμο". (σσ. Φ. Ενγκελς, "Διαλεκτική της Φύσης").
Είναι αξιοσημείωτο ότι η στροφή στην ιστορία του δυτικού-ευρωπαϊκού πολιτισμού, αρχίζει με την εποχή της Αναγέννησης, δηλ. ακριβώς με την αναβίωση της ελληνικής αρχαιότητας. "Μέσω των χειρογράφων που σώθηκαν με την πτώση του Βυζαντίου, μέσω των αρχαίων αγαλμάτων που ξεθάφτηκαν απο τα ερείπια της Ρώμης, μπροστά στην άκθαμβη Δύση ορθώθηκε ένας νέος κόσμος - η ελληνική αρχαιότητα. Μπροστά στις φωτεινές μορφές της εξαφανίστηκαν οι οπτασίες του Μεσαίωνα" (σσ Φρ. Ενγκελς "Διαλεκτική της Φύσης").
Το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ στη νέα του Σελίδα Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ φιλοδοξεί να δώσει την σωστή άποψη για την αρχαία Ελλάδα και τον Πολιτισμό της. Στο δεύτερο μέρος αυτού του αφιερώματος μιλάμε για τη ζωή και το έργο του Θουκυδίδη.
Σύγχρονος, αλλά πιο νέος από τον Ηρόδοτο (στον οποίο αναφερθήκαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας) ήταν ο αθηναίος Θουκυδίδης, γιος του Ολόρου (έζησε περίπου στα χρόνια 460-395). Καταγόταν από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια της Θράκης. Το 424, στην περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου, ο Θουκυδίδης εκλέχτηκε στρατηγός και στάλθηκε επικεφαλής μοίρας του στόλου, για να φρουρήσει τις θρακικές ακτές από τους Σπαρτιάτες. Όταν η Αμφίπολη δέχτηκε επίθεση, ο Θουκυδίδης δε μπόρεσε να τη βοηθήσει έγκαιρα και γι΄ αυτό κατηγορήθηκε για προδοσία και εξορίστηκε από την Αθήνα. Πέρασε στην εξορία είκοσι χρόνια και γύρισε στην Αθήνα μόνον όταν τελείωσε ο πόλεμος. Στα χρόνια της εξορίας του ο Θουκυδίδης άρχισε να δουλεύει το έργο του, για την ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου. Πριν αρχίσει να γράφει, αφιέρωσε πολλά χρόνια στη συλλογή του υλικού. Το πιθανότερο είναι ότι ο Θουκυδίδης άρχισε να γράφει το έργο του ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα και σκόπευε να εκθέσει την ιστορία όλου του πολέμου. Όμως ο θάνατος τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει τη σκέψη του. Η έκθεσή του διακόπτεται στα 411 (εικοστό χρόνο από την έναρξη του πολέμου).
Το έργο του Θουκυδίδη διαιρείται σε οκτώ βιβλία. Το πρώτο είναι η εισαγωγή στην ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου. Αρχίζει από την ιστορία των μακρινών χρόνων και οδηγεί τον αναγνώστη ως τα γεγονότα του πολέμου. Αυτή η διαίρεση, που έγινε ύστερα από το Θουκυδίδη, ανταποκρίνεται στην πορεία της έκθεσης και διατηρεί τη σημασία της μέχρι σήμερα. Ο Θουκυδίδης είναι νεότερος από τον Ηρόδοτο μόνο 25-30 χρόνια, αλλά από την άποψη της κοσμοαντίληψης, του ύφους, της στάσης απέναντι στο αντικείμενο της έκθεσής του, τα έργα τους είναι έργα διαφορετικών εποχών. Η ιστορία του Ηρόδοτου είναι ως ένα ορισμένο βαθμό λογοτεχνικό έργο: η φαντασία και η αλήθεια δεν ξεχωρίζουν πάντα αναμεταξύ τους. Το έργο του Θουκυδίδη είναι έργο ενός σοβαρού ιστορικού και στοχαστή που από τότε εφάρμοσε τις μέθοδες και τους τρόπους της σημερινής ιστοριογραφίας, πράγμα που αποτελεί μια τεράστια κατάκτηση του αρχαίου κόσμου. Τόσο η κοσμοαντίληψη, όσο και οι πολιτικές απόψεις του Θουκυδίδη, διαμορφώθηκαν στην Αθήνα τον αιώνα του Περικλή, που ο Θουκυδίδης παρέμεινε θαυμαστής του σ΄ όλη του τη ζωή. Ήταν η εποχή της άνθισης της σοφιστικής, και ο Θουκυδίδης βρισκόταν κάτω από την αναμφισβήτητη επίδραση των σοφιστών. Αυτή η επίδραση φαίνεται τόσο στη γενική ορθολογιστική στάση του απέναντι στην πραγματικότητα, στην άρνησή του να εξηγήσει τα ιστορικά γεγονότα με την επίδραση υπερφυσικών δυνάμεων, όσο και στις προσπάθειες γενίκευσης, στην αντιπαράθεση των μαρτυριών και στην αντίκρουση αυτής ή εκείνης της γενικής θέσης, ακόμα και στο ίδιο το ύφος με το οποίο είναι γραμμένη η "Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου".
Η αναζήτηση της αλήθειας είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Θουκυδίδη, ο βασικός σκοπός του έργου του. Για τους προγενέστερους ο Θουκυδίδης μιλάει με περιφρόνηση. Για τους λογογράφους - και ανάμεσα σ΄ αυτούς, καθώς φαίνεται, λογαριάζει και τον Ηρόδοτο - ο Θουκυδίδης λέει ότι όπως συνθέσανε τις αφηγήσεις τους "ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ευχαρίστηση των ακροατών τους παρά για την αλήθεια, εφόσο τα γεγονότα που αφηγούνται είναι αδύνατο να εξακριβωθούν και πολλά από αυτά με το πέρασμα του χρόνου κατάντησαν απίστευτα παραμύθια" (σσ Θουκυδίδη, Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου). Το Θουκυδίδη μπορούμε να τον θεωρήσουμε ιδρυτή της ιστορικής κριτικής. "Και όσα γεγονότα συνέβησαν τον καιρό του πολέμου δε θεώρησα σωστό να τα γράψω - λέει ο Θουκυδίδης - όπως τα πληροφορήθηκα από οποιονδήποτε που παραβρέθηκε σ΄ αυτά, ούτε όπως εγώ νόμιζα. Αλλά περιέγραψα τα γεγονότα - και σε όσα βρέθηκα ο ίδιος και όσα άκουσα από τους άλλους - αφού προηγούμενα τα εξέτασα ένα προς ένα και με κάθε δυνατή ακρίβεια". (σσ Θουκυδίδη, Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου). Η επιλογή των πηγών και ο καθορισμός της αυθεντικότητάς τους παρουσίαζε σημαντικές δυσκολίες: "...γιατί οι αυτόπτες μάρτυρες των ξεχωριστών γεγονότων δε διηγούνταν με τον ίδιο τρόπο το ίδιο γεγονός, αλλά όπως τους έκανε να τα βλέπουν η συμπάθειά τους προς τους αντίπαλους ή όπως τα είχε συγκρατήσει η μνήμη τους". (σσ στο ίδιο). Έτσι ο Θουκυδίδης έπαιρνε υπόψη του τις ανακρίβειες της μετάδοσης και το μεροληπτικό χαρακτήρα των μαρτυριών των συγχρόνων του. Έδινε μεγάλη σημασία στην εκλογή του υλικού και επισκέφτηκε ο ίδιος τα σημεία εκείνα όπου διαδραματίστηκαν τα σπουδαιότερα γεγονότα του πελοποννησιακού πολέμου. Εκτός από τις μαρτυρίες των συγχρόνων του, ο Θουκυδίδης χρησιμοποίησε και ντοκουμέντα, και μερικά απ΄ αυτά τα παρέθεσε ολόκληρα στο έργο του. Η συνθήκη της Αθήνας με το Αργος, τη Μαντίνεια και την Ηλιδα έφτασε ως εμάς και με το έργο του Θουκυδίδη και με μορφή επιγραφής. Η σύγκριση που έγινε έδειξε ότι τα δύο κείμενα είναι σχεδόν ολότελα όμοια. Υπάρχουν μόνο μερικές αλλαγές στο ύφος, που μπορούμε να τις εξηγήσουμε με το γεγονός ότι το κείμενο του Θουκυδίδη έφτασε στα χέρια μας με κάποιες αλλοιώσεις.
Ο Θουκυδίδης ξεχωρίζει καθαρά τις αιτίες και τις αφορμές των γεγονότων. Σε αντίθεση από τον Ηρόδοτο, που δεν είχε ακόμα απαλλαχτεί από την απλοϊκή πίστη στα θαύματα, το Θουκυδίδη μπορούμε να τον ονομάσουμε ορθολογιστή ιστορικό. Αν και αναφέρει κάθε είδους προβλέψεις, όμως αμφιβάλλει γι΄ αυτές και οπωσδήποτε δεν τις δίνει ξεχωριστή σημασία. Θεωρεί την καταιγίδα, την έκλειψη, το σεισμό σαν καθαρά φυσικά φαινόμενα και δε βλέπει σ΄ αυτά τίποτε το υπερφυσικό, όπως μερικοί προληπτικοί σύγχρονοί του. Όμως ο Θουκυδίδης δεν κατόρθωσε να υπερνικήσει την πίστη του στη μοίρα, που είναι χαρακτηριστική για τους συγχρόνους του και εκφράστηκε με θαυμασμό για την τραγωδία. Οι άνθρωποι είναι ανίσχυροι να παλέψουν με τις αναποδιές της τύχης, να είναι "οι ταμίες" της δηλ. οι κύριοί της. Η πίστη στη μοίρα χαρακτηρίζει και όλη την κατοπινή αρχαία ιστοριογραφία, τόσο την ελληνική όσο και την ρωμαϊκή.
Τα είκοσι κεφάλαια του πρώτου βιβλίου (σύμφωνα με την καθιερωμένη διαίρεση) φέρνουν συνήθως τον τίτλο "Αρχαιολογία του Θουκυδίδη" και χρησιμεύουν σαν εισαγωγή, στην αφήγηση των γεγονότων που συνέβησαν αμέσως πρίν από τον πελοποννησιακό πόλεμο. Η εισαγωγή έπρεπε να καθρεφτίζει τη βασική ιδέα του Θουκυδίδη, που καταλήγει στο ότι στο παρελθόν της Ελλάδας δεν υπήρξαν πόλεμοι σαν τον πελοποννησιακό. Ο Θουκυδίδης προφανώς δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για την ύπαρξη του κρητο-μυκηναϊκού πολιτισμού. Ο μόνιμος ντόπιος πληθυσμός, κατά τη γνώμη του, εμφανίστηκε στην Ελλάδα πριν λίγο καιρό. Παίρνει δε υπόψη του το ρόλο των φυσικών συνθηκών, την εξάρτηση των ασχολιών των κατοίκων από την ανάπτυξη των ανταλλαγών και το ρόλο του εμπορίου στην ανάπτυξη και τη στερέωση των πόλεων. Το γεγονός ότι οι αρχαίες πόλεις χτίστηκαν σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα, ο Θουκυδίδης το εξηγεί με το ότι οι κάτοικοι φοβούνταν τις επιθέσεις των πειρατών. Μιλώντας για την εκστρατεία ενάντια στην Τροία, λέει: "Νομίζω ότι ο Αγαμέμνονας πέτυχε να συγκεντρώσει δυνάμεις για την εκστρατεία περισσότερο γιατί ήταν ο ισχυρότερος από τους συγχρόνους του ηγεμόνες, παρά γιατί είχε στη διάθεσή του τους μνηστήρες της Ελένης, που ήταν δεμένοι (προς το Μενέλαο) με τους όρκους του Τυνδάρεω". (σσ Θουκυδίδη, Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου). Ο Θουκυδίδης αναπαρασταίνει το παρελθόν με βάση τα υπολείμματα του πολιτισμού: το έθιμο που έχουν μερικές περιοχές της Ελλάδας να οπλοφορούν, είναι κατά τη γνώμη του, απόδειξη ότι κάποτε όλοι οι Έλληνες οπλοφορούσαν όπως και οι βάρβαροι. Το γεγονός ότι στον Όμηρο δεν υπάρχει η λέξη "βάρβαρος" αποδείχνει ότι εκείνη την εποχή οι έλληνες δεν ξεχώριζαν ακόμα τους εαυτούς τους από τους άλλους βάρβαρους λαούς. Έτσι ο Θουκυδίδης έκανε την πρώτη απόπειρα να αναπαραστήσει το παρελθόν, αναλύοντας κριτικά τα ντοκουμέντα και τις αφηγήσεις των συγχρόνων κι αυτών που πήραν μέρος στα γεγονότα, τους ποιητικούς θρύλους και τα υπολείμματα των εθίμων και των νόμων που ίσχυαν προηγούμενα. Την καθαυτό ιστορία του πολέμου την εκθέτει ο Θουκυδίδης με χρονολογική σειρά. Σπάνια βγάζει συμπεράσματα και αυτό το αφήνει στον αναγνώστη. Στην πρώτη γραμμή βάζει την πολεμική ιστορία. Οι εκστρατείες, η κατάσταση των στρατευμάτων, η πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων περιγράφονται απ΄ αυτόν με μεγάλη γνώση του θέματος, και ορισμένες φορές με εξαντλητική πληρότητα. Αυτό ανταποκρίνεται πλέρια στο σκοπό, που διατυπώνεται στην αρχή του έργου, όπου λέει ότι το έργο του "...το άρχισε μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, γιατί σχημάτισε τη γνώμη ότι θα είναι μεγάλος και αξιολογότατος απ΄ όλους τους προηγούμενους πολέμους" (σσ Στο ίδιο). Τα ζητήματα της εσωτερικής και της διπλωματικής ιστορίας ο Θουκυδίδης τα εξετάζει μόνο τόσο, όσο του χρειάζεται για να περιγράψει τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Βλέπει καθαρά τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στην ιστορία του πολέμου και την εσωτερική ζωή της χώρας. Δείχνει πώς επιδρούσε στην πορεία των πολεμικών γεγονότων ο αγώνας στο εσωτερικό των ξεχωριστών κρατών, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Σχετικά με τις πολιτικές του πεποιθήσεις ο Θουκυδίδης είναι μετριοπαθής δημοκράτης, θαυμαστής - όπως είπαμε - του Περικλή και εκτιμά πολύ το Θηραμένη, μετριοπαθή ολιγαρχικό (411 π.Χ.) Ταυτόχρονα ο Θουκυδίδης είναι ενάντια στους ριζοσπαστικούς δημοκρατικούς: Τον Κλέωνα λχ. τον ονομάζει "αισχρότερο απ΄ όλους τους πολίτες". Ωστόσο οι πολιτικές του συμπάθειες δε τον εμποδίζουν να βλέπει τις αντικειμενικές αιτίες των γεγονότων. Βρίσκουμε κιόλας σ΄ αυτόν αντιλήψεις για τη νομοτέλεια των ιστορικών φαινομένων, την πεποίθηση ότι οι ίδιες αιτίες προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα. Ο Θουκυδίδης πιστεύει όμως ότι η ανθρώπινη φύση μένει αμετάβλητη. Νομίζει ότι στις περιπτώσεις που εξαφανίζονται οι κατασταλτικές αρχές, η κυριαρχία των παθών κλονίζει τις βάσεις της κοινωνικής τάξης.
Ο Θουκυδίδης είναι σύγχρονος των γεγονότων και έχει πάρει μέρος σ΄ αυτά, όμως το έργο του δεν είναι "απομνημονεύματα", αλλά ιστορία. Για τον εαυτό του μιλάει λίγο, σε σχέση με την αντικειμενική αξία των γεγονότων στα οποία πήρε ο ίδιος άμεσα μέρος: "Έζησα όλο τον πόλεμο - γράφει - λόγω της ηλικίας μου, τον κατάλαβα και πρόσεξα να μάθω με ακρίβεια τα ξεχωριστά επεισόδια. Άλλωστε επειδή επί είκοσι χρόνια, ύστερ΄ από τη στρατηγία μου στην Αμφίπολη, ήμουν εξορία, βρισκόμουν κοντά στις υποθέσεις της μιάς ή της άλλης από τις εμπόλεμες μερίδες - περισσότερο κοντά, εξαιτίας της εξορίας μου, στις υποθέσεις των Πελοποννησίων - και στον ελεύθερο χρόνο μου είχα πολλές δυνατότητες να γνωρίσω τούτα ή εκείνα τα γεγονότα". (σσ Θουκυδίδη, Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου).
Κάνοντας λεπτομερειακή έκθεση των γεγονότων, ο Θουκυδίδης ήταν αναγκασμένος να αναφέρεται σε πολλά πρόσωπα. Δείχνοντας τον ιστορικό ρόλο των διαφόρων πολιτών, δεν απεικονίζει τις ατομικές ιδιότητες του χαρακτήρα τους. Εξαίρεση κάνει μονάχα για πρόσωπα, όπως ο Περικλής ή ο Αλκιβιάδης. Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει επίσης κανένα ανέκδοτο από τη ζωή αυτού ή εκείνου του παράγοντα. Τα ξεχωριστά πρόσωπα σα να χάνουν τη σημασία τους μπροστά σ΄ αυτό το μεγαλειώδικο γεγονός που είναι - σύμφωνα με τη γνώμη του Θουκυδίδη - ο πελοποννησιακός πόλεμος. Πάνω απ΄ όλα βάζει τη λογική, την ικανότητα του προσανατολισμού στα γεγονότα και την πρόβλεψη του μέλλοντος. Η έκθεσή του είναι χρονολογική και συστηματική. Μονάχα σε σπάνιες περιπτώσεις διακόπτεται από παρεκβάσεις, πέρα για πέρα δικαιολογημένες, που εξηγούν μια ορισμένη κατάσταση.
Συνδυάζοντας το βάθος της σκέψης με τη συμπυκνωμένη μορφή της έκφρασης, ο Θουκυδίδης αναγκάζει τον αναγνώστη να παρακολουθεί με ξεχωριστό ενδιαφέρον την πορεία των γεγονότων που εξιστορεί. Ενα από τα χαρακτηριστικά της έκθεσής του, όπως και άλλων αρχαίων ιστορικών, είναι ότι συνθέτει ελεύθερα τους λόγους των ιστορικών προσώπων. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης λέει τα παρακάτω σχετικά μ΄ αυτό: "απέδωσα τις ομιλίες έτσι όπως νόμισα εγώ ότι θα έπρεπε να μιλήσει ο κάθε ρήτορας πιο ταιριαστά προς τις ανάγκες της περίστασης: όμως στάθηκα όσο μπορεί πιο κοντά στο βάθος των ιδεών που αληθινά έχουν εκφραστεί". (σσ Στο ίδιο). Ο ρόλος αυτών των ομιλιών στη γενική σύνθεση του έργου είναι ποικίλος. Ο επιτάφιος του Περικλή (λόγος στον ενταφιασμό των αθηναίων στρατιωτών) που εκφωνήθηκε στην αρχή ακόμα του πελοποννησιακού πολέμου, είναι ένα είδος πρόγραμμα της εσωτερικής και εξωτερικής του πολιτικής και παρουσιάζει μια εξιδανίκευση της αθηναϊκής δημοκρατίας, στη λαμπρότερη περίοδο της ύπαρξής της. Κάποτε οι ομιλίες σα να δικαιολογούν μιαν ορισμένη δράση ή να εξηγούν την πορεία των γεγονότων από την άποψη ενός ορισμένου κράτους και της μιας ή της άλλης πολιτικής μερίδας. Στο λόγο του πρέσβη της Κορίνθου στη συνέλευση της Σπάρτης κάνει μια σύγκριση ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, κάνει, όπως θα λέγαμε σήμερα, ένα συγκριτικό χαρακτηρισμό.
Χάρη στο έργο του Θουκυδίδη γνωρίζουμε σήμερα καλά τα γεγονότα του πελοποννησιακού πολέμου. Αλλά δεν εξαντλείται μονάχα σ΄ αυτό η σημασία του. Ο μεγάλος αυτός ιστορικός έβαλε τις βάσεις της ιστορικής κριτικής και των ιστορικών γενικεύσεων. Απ΄ αυτή την άποψη δεν εκτιμήθηκε, όσο έπρεπε, στην αρχαιότητα. Μελέτησαν το ύφος του, μιμούνταν τις μέθοδες της αφήγησής του, όχι όμως και τις μέθοδες της έρευνάς του. Μονάχα τον τελευταίο αιώνα, που μόλις έφυγε, όταν άρχισε η επιστημονική μελέτη της ιστορίας της Ελλάδας, ο Θουκυδίδης εκτιμήθηκε όπως του άξιζε. Έτσι λοιπόν, αποδείχτηκε ότι ήταν από μια ορισμένη άποψη, ο άμεσος πρόδρομος της ιστοριογραφίας της εποχής μας. Δίκαια ονόμασε ο ίδιος το έργο του "κτήμα εις αεί".
Η εποχή της μεγαλύτερης ανόδου της αθηναϊκής δημοκρατίας σημειώθηκε λοιπόν με δυό σημαντικά έργα της ιστορίας της Ελλάδας - το έργο του Ηρόδοτου και το έργο του Θουκυδίδη. Πρέπει να σημειώσουμε ότι απ΄ αυτή την περίοδο διατηρήθηκαν και άλλα φιλολογικά μνημεία, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν ιστορικές πηγές. Ο 5ος αιώνας είναι η περίοδος της άνθισης της ελληνικής τραγωδίας. Οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη έχουν υποθέσεις μυθολογικές (με εξαίρεση την τραγωδία του Αισχύλου "Πέρσες" που αναφέρεται στην εκστρατεία του Ξέρξη ενάντια στους Έλληνες), αλλά ως ένα ορισμένο βαθμό και σ΄ αυτές καθρεφτίζεται η πολιτική και η κοινωνική πάλη. Οι τραγωδίες έχουν εξαιρετική σημασία για τη μελέτη της ανάπτυξης της ελληνικής αντίληψης για τον κόσμο. Για την πολιτική ιστορία είναι πολύ σημαντικές οι κωμωδίες του Αριστοφάνη. Ο συγγραφέας αντιδρά δυνατά στα γεγονότα της πολιτικής ζωής και οι κωμωδίες του αποτελούν αξιόλογη συμπλήρωση των στοιχείων των ιστορικών συγγραφέων.
Η έντονη πάλη, κοινωνική και πολιτική, που διεξαγόταν στην Αθήνα τον 5ο και 4ο αιώνα, καθρεφτίζεται σε πολυάριθμα έργα δημοσιολογικού χαρακτήρα. Ένα απ΄ αυτά τα έργα είναι η λεγόμενη "Ψευδοξενοφώντεια Αθηναίων πολιτεία". Αυτή η πραγματεία ονομάστηκε έτσι, γιατί διασώθηκε ανάμεσα στα έργα του Ξενοφώντα, συγγραφέα του 4ου αιώνα. Ομως αν εξετάσουμε το περιεχόμενό της, το ύφος, τις αντιλήψεις που εκθέτει, δε μπορεί να αποδοθεί στον Ξενοφώντα. Υποθέτουν ότι η "Αθηναίων πολιτεία" γράφτηκε στις αρχές του πελοποννησιακού πολέμου. Το όνομα του συγγραφέα δεν είναι γνωστό, αλλά από το περιεχόμενο της πραγματείας μπορεί να υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας της είναι Αθηναίος, αντίπαλος της δημοκρατίας και οπαδός της ολιγαρχίας. "Οσο για την οργάνωση του κράτους των Αθηναίων, κι αν αυτοί διαλέξανε την τωρινή μορφή οργάνωσης, εγώ δεν την εγκρίνω". Μ΄ αυτά τα λόγια αρχίζει ο πολιτικός λίβελος που αναφέραμε πιο πάνω. Έπειτα ο συγγραφέας εξηγεί γιατί δεν του αρέσει το πολίτευμα της Αθήνας. "...εγώ δεν το εγκρίνω γιατί εκλέγουνε μόνοι τους τις αρχές και σαν εκλεγούν, οργανώνουν ένα τέτιο καθεστώς, που μέσα σ΄ αυτό οι απλοί άνθρωποι ζουν πιο καλά κι από τους ευγενείς". Ο συγγραφέας δεν αρνείται ότι από την άποψη τους οι Αθηναίοι είναι συνεπείς και δίνει λεπτομερειακό χαρακτηρισμό της πολιτικής και ιδιωτικής τους ζωής. Όμως συμπαθεί τη Σπάρτη. Η δυσαρέσκεια των αριστοκρατών-δουλοκτητών, εκδηλώνεται με ξεχωριστή σαφήνεια στα λόγια: "... η ασυδοσία των δούλων και των μετοίκων φτάνει στα τελευταία όρια. Εδώ όχι μόνο δεν επιτρέπεται να χτυπήσεις δούλο, αλλά κι αυτός δε θα μείνει πίσω... Στη Λακεδαίμονα όμως ο δούλος μου με φοβάται". (σσ "Ψευδοξενοφώντεια Αθηναίων πολιτεία).
Υπάρχουν διάφορες υποθέσεις για τις αιτίες της εμφάνισης αυτής της πραγματείας. Όμως ένα πράγμα είναι αναμφισβήτητο, ότι είναι ένας πολιτικός λίβελος με μεγάλη αξία για τη μελέτη των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων του 5ου αιώνα. Στο βαθμό που μεγάλωναν οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις στην Αθήνα, δυνάμωναν και οι ολιγαρχικές μερίδες. Όμως όλοι οι συγγραφείς της αριστοκρατικής μερίδας δεν ήταν τόσο ειλικρινείς, όπως ήταν ο συγγραφέας της "Ψευδοξενοφώντειας Αθηναίων πολιτείας". Πολλοί απ΄ αυτούς προσπαθούσαν να καλύψουν τις αξιώσεις τους για κυρίαρχη θέση μέσα στο κράτος επικαλούμενοι ιστορικά προηγούμενα. Η απαίτηση να γυρίσουν προς τα πίσω, στο "πολίτευμα των προγόνων" (στην πάτριον πολιτείαν), γίνεται δημοφιλής ανάμεσα στους αντίπαλους της δημοκρατίας. Οι αναδρομές στο ιστορικό παρελθόν γίνονται της μόδας. Επειδή όμως για τους μακρινούς χρόνους υπήρχαν λίγες πληροφορίες, συνέβαινε συχνά κάθε λογής επινοήσεις να τις παρουσιάζουν σαν αυθεντικά γεγονότα. Έτσι, όχι σπάνια, οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί συγγραφείς πλαστογραφούν για σκοπούς πολιτικούς την ιστορία της αρχαίας Αθήνας.
Τα ιστορικά έργα διαδόθηκαν πλατιά τον 4ο αιώνα π.Χ. Η "ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου" του Θουκυδίδη έγινε πολύ γνωστή. Ο Θουκυδίδης όμως, όπως αναφέραμε πιό πάνω, δεν κατόρθωσε να τελειώσει το έργο του και πολλοί ιστορικοί προσπάθησαν να το συνεχίσουν. Ενας από αυτούς τους συγγραφείς ήταν ο Ξενοφώντας, που γεννήθηκε περίπου το 430 π.Χ. και πέθανε ύστερα από το 355. Για τον Ξενοφώντα όμως, θα μιλήσουμε στο επόμενο σημείωμά μας.
Στη Φιλοσοφία - λέει ο Ενγκελς - όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, αναγκαζόμαστε κάθε τόσο να ξαναγυρνούμε "στις κατακτήσεις του μικρού αυτού λαού, που τα καθολικά του χαρίσματα και η δραστηριότητά του του εξασφάλισαν στην ιστορία της εξέλιξης της ανθρωπότητας μια θέση που κανείς άλλος λαός δε μπορεί να του τη διεκδικήσει... στις πολυποίκιλες μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας υπάρχουν κιόλας, σε εμβρυακή κατάσταση, στην πορεία της ανάπτυξής τους, όλες σχεδόν οι απόψεις των κατοπινών θεωριών για τον κόσμο". (σσ. Φ. Ενγκελς, "Διαλεκτική της Φύσης").
ΑπάντησηΔιαγραφή