Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
ΚΑΙ ΟΙ ΣΦΑΓΕΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ
Στις 2 Απριλίου 1822, ανήμερα το Πάσχα, άρχισε η μεγάλη σφαγή. Δεκαπέντε χιλιάδες Τούρκοι έφτασαν στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά όπου είχαν καταφύγει 5.000 Χιώτες και τους κατέσφαξαν. Η Νέα Μονή έγινε ο τάφος 2.300 Χριστιανών. Τα τραγικά γεγονότα προκάλεσαν εκδηλώσεις συμπάθειας και διαμαρτυρίας σε όλη την Ευρώπη και ενέπνευσαν πολλούς καλλιτέχνες.
Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Καστάνης μας ανέφερε ότι μόλις ο δάσκαλός του, ο Δημητριάδης, αναχώρησε για τη Θεσσαλία, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση που έθεσε φραγμό σε κάθε πρόοδο κι άρχισαν οι πρώτες μάχες στις παραδουνάβιες χώρες. Τα νέα της Επανάστασης, προσθέτει, εξήγειραν πολλούς Χίους, οι οποίοι διακατέχονταν από πατριωτικό ενθουσιασμό.
Οι σπουδαστές του Πανεπιστημίου Χίου αναφωνούσαν: «Ζήτω η Ελευθερία». Πολλοί πολίτες εγκατέλειψαν το γραφείο και συμμετείχαν στους τόνους αγαλλίασης παρά την προσπάθεια των αρχόντων και του κλήρου να καταστήσουν τη Χίο ουδέτερη. Υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες για την άμεση εξέγερση της Χίου. Η επιτυχία, όμως, της Επανάστασης στη Σάμο, καθώς και οι πιέσεις και οι βαρύτατες φορολογίες που είχε επιβάλει στους κατοίκους του νησιού ο νέος διοικητής Βαχίτ Πασάς, ο οποίος, κατά τον Καστάνη, έφθασε στη Χίο με φυλές ληστών, απαιτώντας χρήματα και άμισθη εργασία από τους εντοπίους, επηρέασε τους Χίους. Σύμφωνα μάλιστα με ένα διάταγμα, κάθε εντόπιος ήταν δεδηλωμένος σκλάβος στο έλεος των κατακτητών. Οι δολοφονίες ήταν συχνές στη Χίο. Πρόσωπα και των δύο φύλων υβρίζονταν ή θανατώνονταν με την πλέον ασήμαντη αφορμή1. «Σαν λύκοι οι απάνθρωποι τύραννοι ηρεύνησαν σχολαστικά τις κατοικίες των Χίων, δεν ικανοποιήθηκαν από τις συνεισφορές του πλούτου των κατοίκων, αλλά εκμεταλλευόμενοι τον ουδέτερο χαρακτήρα της νήσου ήθελαν να οργιάσουν μέσα στο αίμα των κατοίκων»2. Ως εχέγγυα πίστης προς την τουρκική εξουσία οι Χίοι έδωσαν ομήρους από τα πλέον διακεκριμένα μέλη της εκκλησιαστικής και πολιτικής τάξης, συμπεριλαμβανομένου του αρχιεπισκόπου Πλάτωνος. Αυτοί οι άνθρωποι, ενηνήκοντα τον αριθμόν, φαίνονταν σχεδόν θυσιασμένοι στον βωμό της ουδετερότητας. Ο αρχιερέας Πλάτων με υψηλό αίσθημα ευθύνης και σύνεση κατέβαλε κάθε προσπάθεια να αποτρέψει τους Σαμίους να προχωρήσουν σε απερίσκεπτο εγχείρημα, που θα έβλαπτε τη Χίο3. Στις κατηγορίες των Σαμίων που υποκίνησαν την επανάσταση της Χίου, ότι οι Χίοι είναι δειλοί και απάτριδες και ότι «προτιμώντες το συμφέρον τους θυσιάζουν το γενικόν...», ο αρχιερέας Πλάτων, αναλογιζόμενος την ευθύνη που είχαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων συνιστούσε περίσκεψη, σύνεση. Η επιφυλακτική και συνετή στάση του απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση, δεν πρέπει να εκληφθεί ως δειλία και αφιλοπατρία. Τουναντίον, αν και θεωρούσε την επανάσταση της Χίου άκαιρη και ολέθρια, μετά την έκρηξή της παρέμεινε πλησίον των λογικών του προβάτων και θυσιάστηκε εκουσίως στον βωμό της πίστης και της πατρίδας.
Η επιτυχία όμως της επανάστασης στη Σάμο και οι δυσβάσταχτες πιέσεις του Βαχίτ Πασά, είχαν δημιουργήσει σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού νέο επαναστατικό αναβρασμό και οι Χιώτες, κατά τον Κουτσονίκα, άλλοι «με την ελπίδα της βελτιώσεως της εαυτών τύχης, άλλοι υπό αληθούς πατριωτικού αισθήματος κινούμενοι έτρεχαν εντός της επαναστατημένης Ελλάδος και παντί σθένει ενήργουν να κινήσωσι την Χίον εις επανάστασιν...». Ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, ο οποίος είχε αποκτήσει γόητρο με την επανάσταση της Σάμου και ο Χίος παλαίμαχος Αντώνης Μπουρνιάς, ο οποίος είχε υπηρετήσει υπό τον Ναπολέοντα, υπήρξαν οι αρχηγοί της επανάστασης στη Χίο.
Ας παρακολουθήσουμε πώς παρουσιάζει τα αίτια εξέγερσης των Χίων ο Ανδρέας Χ. Μάμουκας «... έλαβε πρόνοιαν η ελληνική βουλή να κάμη εκστρατείαν κατά της Χίου, είτε διά να την συναριθμήση εις την επικράτειάν της, είτε διά να χαρίση την ελευθερίαν εις τους δυστυχείς κατοίκους της...». Και προσθέτει ότι η γνώμη των προυχόντων της Χίου ήταν σύμφωνη με εκείνη της ελληνικής βουλής, έπρεπε όμως να συζητήσουν πότε θα ήταν κατάλληλη η περίσταση. Η βουλή θα χρησιμοποιούσε τα στρατεύματά της για την εξέγερση άλλου τόπου και η Χίος θα ησύχαζε. Ο Μάμουκας κατηγορεί το ελληνικό γένος για απειθαρχία και έλλειψη ευθικρισίας και αποδίδει επίσης στους Σαμίους την κατηγορία ότι επειδή επιθυμούσαν να αποκτήσουν φήμη, ενήργησαν χωρίς συνεννόηση με τη βουλή και επεδίωκαν να πλουτίσουν με την αρπαγή λαφύρων. Τόσο ο Μάμουκας όσο και ο Καστάνης κατηγορούν ως συναυτουργό των Σαμίων, τον Αντώνιο Μπουρνιά.
Διαφωνία Υψηλάντη
Ο Μπουρνιάς είχε ζητήσει και παλαιότερα βοήθεια από τον Υψηλάντη, για την απελευθέρωση του νησιού, επειδή όμως η επιχείρηση παρουσίαζε δυσχέρειες και κινδύνους ο Υψηλάντης, και κυρίως ο Αναγνωστόπουλος, δεν συμφώνησαν για την πραγματοποίησή της. Ο Μπουρνιάς όμως δεν πίστεψε και βασίστηκε στη βοήθεια του Λυκούργου Λογοθέτη. Κατά τον Κουτσονίκα και ο Λυκούργος είχε γράψει στον Υψηλάντη, ο οποίος ενώ αρχικά ήταν υπέρ της διεξαγωγής της επανάστασης στη Χίο, με επιστολή του της 21ης Δεκεμβρίου, του συνιστούσε: «Ησύχασε εις καμμίαν νήσον, έως να έλθη η ποθουμένη ώρα, και τότε βάλεις εις πράξιν τον πατριωτικόν πόθον σου». Τότε και ο Λυκούργος συμφώνησε και με επιστολή του δήλωνε ότι αποφάσισε να αναβάλει «εις ευτυχεστέραν περίστασιν την εκστρατείαν της Χίου».
Ο Μπουρνιάς, όμως, πήγε στη Σάμο και έπεισε τον Λυκούργο, βεβαιώνοντάς τον ότι μόλις θα έφθανε η βοήθεια των Σαμίων οι Χιώτες «θα λάβωσι τα όπλα και θα προκαταβάλωσι μεγάλην χρηματικήν ποσότητα προς επίτευξιν του σκοπού». Επηρεάστηκε ο Λυκούργος και από τα ενθουσιώδη γράμματα υπέρ εξεγέρσεως των προκρίτων των Μαστιχοχωρίων, θεωρώντας μάλιστα κατάλληλη την περίοδο να πραγματοποιήσει την τολμηρή επιχείρηση, αφού ο τουρκικός στόλος δεν βρισκόταν στο Αιγαίο, απασχολημένος με τις επιχειρήσεις της δυτικής Πελοποννήσου και του Κορινθιακού Κόλπου.
Στις 10 Μαρτίου οι δύο αρχηγοί του κινήματος, χωρίς να ειδοποιήσουν την κυβέρνηση και τα ναυτικά νησιά, ξεκίνησαν από τη Σάμο. Ο Μπουρνιάς είχε υπό την εξουσία του λίγους φυγάδες Χίους (κατά τον Σπηλιάδη 150) και ο Λυκούργος Λογοθέτης διέθετε οκτώ βρίκια και 30 σακολέβες και 500 δικούς του, κατά τον Χριστ. Καστάνη, με στολίσκο από σαράντα μικρά σκάφη, κυρίως ιστιοφόρα, επανδρωμένα με διακόσιους περίπου πολεμιστές. Απόφασή τους να πάρουν τη Χίο από τους Τούρκους. Ο πραγματικός αριθμός των πολεμιστών κυμαίνεται. Ένα ψαριανό έγγραφο της 16ης Μαρτίου, σύγχρονο με τα γεγονότα, αναφέρει ότι «οι γενναίοι Σάμιοι απέρασαν επάνω εις την Χίον με τέσσερις χιλιάδες, στρατόπεδον». Επειδή, όμως, ο Κουτσονίκας και ο Τρικούπης ισχυρίζονται ότι οι «οπλοφόροι» του Λυκούργου ήταν 2.500, οι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται τον ίδιο αριθμό.
Ο λαός της Χίου και οι σπουδαστές τους δέχθηκαν ως ελευθερωτές. Τα όρη ηχούσαν από το «Ζήτω η Ελευθερία». Ατυχώς από τους Σαμίους πολύ λίγοι ήταν ένοπλοι, οι περισσότεροι είχαν μόνο ένα μαχαίρι ή ξύλα ή ένα μόνο πυροβόλο. Οι Χίοι, αγανακτισμένοι από τον πολυχρόνιο ζυγό, «την απαραδειγμάτιστον τυραννίαν του καταράτου εκείνου Βαχίτ Πασά» σημειώνει ο Μάμουκας, «όστις ως άλλος φαραώ επιθεωρητής του έργου των, τους κατετυράννει με εργοδιώκτας, με στέρησιν τροφής και ποτού, εις την διαβολικήν εκείνην επίνοιάν του να καθαρισθή τουτέστιν η λεγομένη Σούδα, ότι ένα τοιούτον πνεύμα πως ημπόρει ν’ αποφράξη τα ώτα εις το γλυκύ της ελευθερίας όνομα· ήκουε το δυστυχές την λέξιν ελευθερίαν και εγλυκαίνετο, αλλ’ ηπόρει εν ταυτώ πώς ηδύνατο να την απολαύση... Μόλις λοιπόν οι Σάμιοι κατέβησαν εις την χώραν, και όλα συναλλήλως τα χωρία άοπλα τους ηκολούθησαν, ερχόμενοι άλλος με ράβδον, άλλος με σούβλαν και άλλοι με θέριστρα, διά ν’ αντιπαραταχθούν κατά των Τούρκων, αφού έκλεισαν τους Τούρκους μέσα εις το κάστρον, έδραμον προς το ύψωμα της Τουρλωτής, όπου έβαλαν εν μικρόν κανόνι, το οποίον έφερον μεθ’ εαυτών και εις το ίδιον εν άλλο μικρόν, το οποίον έβαλαν επάνω εις τον λόφον τον ονομαζόμενον Ψωμί ... και αφού εθανάτωσαν όσους Τούρκους έλαχον, όσους δηλαδή δεν έφθασαν να κλυσθώσιν, εδόθησαν εις την κραιπάλην και ως να είχον βεβαίαν, την νίκην, αναβαίνοντες από τα υψώματα των τζαμιών, ωνείδιζον με φωνάς ατάκτους τους εν τω κάστρω Τούρκους, βλασφημούντες την θρησκείαν των και ακούοντες με γέλια τας αμοιβαίας των βλασφημίας κατά της θείας ημών πίστεως...».
Ας σημειωθεί ότι ο Μάμουκας μας έγραφε τις πολύτιμες αυτές πληροφορίες όταν ήταν νωπά ακόμη τα γεγονότα, την 31η Οκτωβρίου 1822, δηλαδή λίγους μήνες μετά την επανάσταση.
Οι άρχοντες και οι εκκλησιαστικοί αρνήθηκαν να συμπράξουν με τους Σαμίους, τους παρακάλεσαν μόνο να εκκενώσουν το νησί και να μην εξοργίζουν τους Μουσουλμάνους. Φοβούνταν επίσης για την τύχη των ομήρων που είχαν συλληφθεί προηγουμένως και βρίσκονταν στη Κωνσταντινούπολη ή στα χέρια της τουρκικής διοίκησης του νησιού.
Μέσα σε ένα αφάνταστο λαϊκό ξέσπασμα των πρώτων ημερών, ο Λυκούργος κατήργησε την παλαιά δημογεροντία, την αντικατέστησε με επταμελή Εφορία, και τοποθέτησε πυροβόλα σε κατάλληλες θέσεις για την προσβολή του φρουρίου. Οι επαναστάτες δεν είχαν συλλάβει και δεν είχαν υπολογίσει τους κινδύνους που διέτρεχε το κίνημά τους. Ο σουλτάνος, όμως, είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις της Χίου (σε έγγραφο του Φόρεϊν Όφις διάβασα όπως και οι Άγγλοι τον είχαν ενημερώσει ότι οι Χίοι ετοιμάζονταν για επανάσταση, περίπου έξι μήνες πριν από την έκρηξή της).
«Εσκέπτοντο την φυγήν»
Στις 9 Μαρτίου, παραμονή της απόβασης, οι Ψαριανοί έστελναν αναφορά στη Βουλή με την οποία ειδοποιούσαν, ότι σύμφωνα με ειδήσεις που είχε φέρει στα Ψαρά δύο μέρες πριν, δηλαδή στις 7 Μαρτίου, ένα ευρωπαϊκό πλοίο, «ο εχθρός με μεγάλην προθυμίαν ετοιμάζει χονδρόν στόλον». «Τα παλάτια του Αγά και Βέη λεηλατήθηκαν από τους Σαμίους. Πολλά τουρκικά μέγαρα μεγάλης αξίας κάηκαν. Η ακτή καθαρίστηκε από βαρβάρους, αλλά δεν έγινε απόπειρα κατάληψης του φρουρίου. Ο Σάμιος αρχηγός με τον Μπουρνιά μία φορά παραβίασαν το πέρασμα τη νύχτα κάτω από τα τείχη, αλλά ακούγοντας τον θόρυβον εντός, υποχώρησαν ατάκτως». Ο Λυκούργος και ο Μπουρνιάς «εννοούντες ως προφανή την απώλειαν του τόπου, δεν εσυλλογούντο την διόρθωσιν», γράφει ο Μάμουκας, «δεν εσκέπτοντο την οικονομίαν, αλλά εσκέπτοντο την φυγήν, φοβούμενοι μάλιστα και τον ερχομόν του οθωμανικού στόλου προς τον οποίον ν’ αντιπαραταχθώσι ήταν πάντη αδύνατοι. Η φροντίς των, λοιπόν, ήτον να εύρωσι καράβια ευρωπαϊκά και να φύγωσιν αφήνοντες το λοιπόν όλον πλήθος καμμίαν ελπίδα βοηθείας το οποίον έως τότε αυτός εγνώριζε...».
Τρόμος είχε καταλάβει όλους τους Χίους, που αναλογίζονταν την ορμή της τουρκικής εκδίκησης. Οι δύο αρχηγοί της επανάστασης, φιλονικώντας, διεκδικούσαν τα πρωτεία, εγκατέλειψαν την εκστρατεία και κατέστρεψαν τόσους ανθρώπους.
Η διορισμένη από τον Λυκούργο εφορία ζητούσε από τα τρία ναυτικά νησιά, στις 16 Μαρτίου, βοήθεια γιατί ήταν «από όλα ελλιπείς, από άρματα, από μπαρούτια, από κανόνια διά την πολιορκίαν και το χείριστον από ζωοτροφίας». Και μόνο από τα έγγραφα αυτά φαίνεται η προχειρότητα με την οποία είχε αρχίσει η επιχείρηση. Εξάλλου ο Σπηλιάδης γράφει ότι ο μεν Μπουρνιάς «δεν ανεγνώριζε τον Λυκούργον ως αρχηγόν, ο δε Λυκούργος μετεχειρίζετο τους Χίους ως κατακεκτημένους και τους εζήτει χρήματα». Αλλά και η στάση των προκρίτων δεν ήταν η ενδεδειγμένη κι αντί «να λάβωσιν μέρος ενεργόν εις την επανάστασιν, να καταβάλωσιν προπάντων χρήματα και να συμπράξωσιν παντοιοτρόπως διά την κοινήν σωτηρίαν δεν εφρόντιζον άλλο τι, ειμή διά να σώση έκαστος τον εαυτόν του».
Η ολοκληρωτική καταστροφή δεν αργούσε. «Ήταν κρίμα», γράφει ο Καστάνης, «να βλέπεις μια κοινωνία εκατόν ογδόντα χιλιάδων ψυχών να κινδυνεύει από διακοσίους τολμητίες». Αυτή η τρομερή φάρσα», συνεχίζει, «επρόκειτο να δώσει τόπον εις μίαν τραγωδίαν, η οποία εξέθεσε τις αιματηρότερες σκηνές του αιώνος, ενώπιον της Χριστιανοσύνης. Η κοινωνία και η δημοσία τάξις διελύθησαν».
Οι Τούρκοι, κλεισμένοι στο κάστρο, λαμβάνουν τα μέτρα τους. Αντιθέτως οι Έλληνες δεν αποφάσιζαν να εφορμήσουν και «καθ’ ημέραν ένας εμποδιστικός στοχασμός ήρχετο στον εγκέφαλον του καταράτου Λυκούργου, διά να δίδη καιρόν τω καιρώ διά τα τέλη οπού εκείνος ήξευρεν», παρατηρεί ο Μάμουκας. Βεβαίως από την αφήγηση του Μάμουκα διαφαίνεται ο πόθος, η πίστη και η ελπίδα για ελευθερία αλλά και η εικόνα της απωλείας ήταν φανερή σε όλους: «Με την ελευθερίαν εις το στόμα εγειρόμεθα το πρωί, με το όνομα τη ελευθερίας ετρώγαμεν, εις υγείαν της ελευθερίας επίνομεν και με την ελευθερίαν εκοιμώμεθα. Το ζήτω ηχούσεν εις το ένα μέρος, το αυτό αντηχούσε και εις το άλλο και εβιάζαμεν το λογικόν ν’ αποφασίση την νίκην εις τους Γραικούς κατά τον πόθον μας, μη συλλογιζόμενοι τα όσα η όρασίς μας παρίστανεν εναντία, με την ελπίδα της πίστεως». Και στη συνέχεια αναφέρει: «Ημείς δεν αποθέσαμεν την ελπίδα εις τον Θεόν, αλλ’ αφήσαμεν την ελπίδα εις ανθρώπους, των οποίων αυτοψεί εβλέπομεν τας έριδας και ακαταστασίας, ανθρώπους, οίτινες και πριν ίδωσιν έτι ίχνος ή σκιάν της νίκης, εμάχοντο πώς να μοιρασθούν την Χίον, ποίος να γνωρισθή ηγεμών, και ποιος να ονομάζεται ο αρχιστράτηγος, ή χιλίαρχος...».
Στο μεταξύ ο σουλτάνος έλαβε τα πρώτα μέτρα για την καταστολή του κινήματος. Διέταξε τον φόνο τριών ομήρων από τη Χίο, των προκρίτων Παντελή Ροδοκανάκη, Μιχαήλ Σκυλίτση και Θεόδ. Ράλλη καθώς και 60 εμπόρων που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη.
30 Μαρτίου, Μεγάλη Πέμπτη, ο Καρά Αλής βρισκόταν στις βόρειες ακτές της Χίου, με ισχυρότατο στόλο 34 πλοίων (46 κατά τον Κουτσονίκα), ενώ ματαίως το Μινιστέριον των Ναυτικών ζητούσε την επομένη βοήθεια από τα ναυτικά νησιά.
Ο Καστάνης μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα συμβάντα. Εγκατέλειψαν οικογενειακώς την Παναγία την Λατομήτισσα και κατέφυγαν στην ασφυκτικά γεμάτη από εντοπίους Καθολικούς και Έλληνες της Ιωνίας οικία του Άγγλου προξένου και με άλλες τρεις οικογένειες οδηγήθηκαν στον σταύλο της. Στον δρόμο, είδαν την κολοσσιαία τουρκική αρμάδα να προχωρεί, επτά πλοία να προπορεύονται ως τέρατα της θαλάσσης, είκοσι έξι φρεγάτες και κορβέτες συνοδευόμενες από μικρότερα σκάφη και αναρίθμητες βάρκες. Ο βομβαρδισμός άρχισε. Η γη σείστηκε, το φρούριο εξαπέλυσε από τις πολεμίστρες του την οργή του. Η φωτιά εμαίνετο από σπίτι σε σπίτι. Κραυγές ακούγονταν κι ο καπνός ανέβαινε στον ουρανό. Αθώες οικογένειες έκραζαν για έλεος. Οι Τούρκοι, βοηθούμενοι από μηχανικούς της Δύσης, ασκήθηκαν στο πυροβολικό, Μουσουλμάνοι και πολιτισμένοι Ευρωπαίοι ενωμένοι έδωσαν ένα δείγμα της μοχθηρίας τους.
Οι κάτοικοι σε κατάσταση αλλοφροσύνης κρύβονταν ή έσπευδαν να σωθούν. Οι Τούρκοι προχωρούσαν λυσσαλέα στο έργο της καταστροφής και της σφαγής.
Είκοσι και περισσότεροι Τούρκοι που ελευθερώθηκαν από τους τάφους όπου είχαν κρυφτεί από τους Καθολικούς, εξαιτίας της οργής των Σαμίων, μπήκαν στο λεπροκομείο και έσφαξαν τους ενοίκους, δηλ. τους λεπρούς, προκαλώντας ένα χείμαρρο αίματος, ο οποίος έρεε από το κατώφλι.
Αφηγούμενος τα της σφαγής της Χίου ο Ανδρέας Μάμουκας, αναφέρει: «...κατ’ ακρίβειαν ποτέ κανείς δεν ήθελέ σε την ιστορήση, μόνος την εννοείς εάν συλλογισθής, ότι εκεί η γη και ο ουρανός είδον να πράττωνται επάνω εις την ανθρωπότητα θηριωδέστερα των όσα εις τίγρεις, παρδάλεις και σ’ άλλα αιμοβόρα θηρία της Αφρικής υπαγορεύει η άλογος μανία κατά των ομοφύλων τους ζώων...».
«Ατυχώς, 40 σαμιακά πλοία ήταν αραγμένα στο Κοντάρι και το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης έφυγον όσον τάχιστα, μ’ όσους επρόφθασαν να λάβουν εντοπίους τους, μη θελήσαντες να δεχθούν κανέναν Χίον, μαζί τους.
»Έτσι οι Τούρκοι εξήλθον το εσπέρας της Μεγάλης Παρασκευής. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου επληθύνθησαν. Η χώρα ήταν ήδη υπό την εξουσίαν τους. Άρχισαν να λεηλατούν πρώτον τα σπίτια της Χώρας, έπαιρναν ό,τι τους άρεσε και έπειτα έκαιαν τα σπίτια. Αποτεφρώθηκε και η ωραία Βιβλιοθήκη του σχολείου με όλην την οικοδομήν. Στη συνέχεια προχώρησαν στον Κάμπον. Όσους Χίους συναντούσαν τους σκότωναν. Έσφαζαν, έκαιαν, λεηλατούσαν τα πάντα. Γέροντες, άνδρες, γυναίκες θανατώνονταν, νέοι από 15 χρόνων και άνω, βρέφη αποσπώμενα από τας αγκάλας των μητέρων τους, άλλα ερίπτοντο εις την θάλασσαν, άλλα εις τα όρη. Όσοι ενόμισαν, ως τέλος των δεινών τους, την προσκύνησιν των Τούρκων, έλαβον αξιοθρήνητον τέλος. Νέοι από 20 έως 28 χρόνων, χείρα με χείρα δεμένοι, εσχημάτιζον ορμαθούς, έχοντες προ του θανάτου εζωγραφισμένον εις το πρόσωπον τον θάνατον. Οι οιμωγές τους έκαναν ν’ αντηχή ο τόπος. Υπέρ τον έναν μήνα συνεχίσθηκε αυτό. Από όσους συνελάμβαναν άλλους τους έσφαζαν αμέσως και τους έκαιαν μετά τη σφαγή. Σε όποιον δρόμο κι αν εβάδιζεν κανείς σπανίως έβλεπε δύο λεπτών διάστημα κενόν, χωρίς να απαντήση πτώματα το εν μετά το άλλο. Κατά το νότιον μέρος της πόλεως δεν έμεινεν δρόμος κενός χωρίς νεκρούς, σπάνιες οικίες που να μην είχαν καεί, μέρος απότιστον από αίμα. Στους ανθρώπους των Μαστιχοχωρίων έδειξαν οι Τούρκοι σκόπιμη ημερότητα, για να τους προδίδουν όσους κατέφευγαν στα μέρη τους.
Αντίσταση γενναία στους Τούρκους, λέγεται ότι πρόβαλαν οι κάτοικοι του Βροντάδου και των Καρδαμύλων.
Εβραίοι, Αρμένιοι, Φράγκοι, ενέπαιζαν τους δυστυχείς Χίους συμπράττοντες με τους Οθωμανούς και λέγοντας χλευαστικά στους άτυχους Έλληνας: “Ελευθερία, ελευθερία, πάρε την ελευθερία σου από το γιαταγάνι”»4.
Αρκετές χιλιάδες Χίοι είχαν καταφύγει εκεί περιμένοντας την άφιξη φιλικών σκαφών που δεν εμφανίστηκαν όμως. Μερικοί ήταν σφαγμένοι στην ξηρά, άλλοι στο νερό όπου πνίγηκαν ή σουβλίστηκαν, το ιππικό τους ποδοπάτησε, κι οι στρατιώτες του πεζικού τους κατέκαψαν. Οι σωροί των νεκρών εκτόξευαν ρυάκια αίματος, που έβαφαν το κύμα πορφυρό, με βαρύ ερυθρό χρώμα.
Οι Εβραίοι βοηθούν τους Τούρκους στην ανακάλυψη και στη σφαγή των αθώων Χίων. Μερικοί αιχμάλωτοι διατηρούνται για να λειτουργούν σαν οδηγοί υπό την απειλή του θανάτου. Στην ακροθαλασσιά ανακαλύπτονταν πολλοί φυγάδες να κείτονται πολλές ημέρες βυθισμένοι εν μέρει στο νερό. Η τυχαία άφιξη του Έλληνα ναυάρχου Τομπάζη συνέβαλε στη διάσωση πολλών ψυχών.
Σατανικό τέχνασμα
Ο Καρά Αλής σχεδίασε επίσης ένα άλλο απαράμιλλο, σατανικό θα λέγαμε, τέχνασμα. Συγκάλεσε τους Ευρωπαίους προξένους και τους παρακάλεσε να αναγγείλουν δημοσία την κατάπαυση της σφαγής όλων των Χίων, λέγοντάς τους να τους προσκαλέσουν να βγουν από τους κρυψώνες τους, να επιστρέψουν στην πόλη και στα χωριά τους. Ατυχώς οι πρόξενοι δέχθηκαν το προδοτικό έργο και σηκώνοντας τις σημαίες τους περιφέρονταν σε ολόκληρο το νησί σε κάθε σπήλαιο και βράχο, κάθε βουνό και κάθε απόκρημνο μέρος και σάλπισαν την ευσπλαχνία των Μουσουλμάνων. Οι δυστυχείς Χίοι άφηναν τους κρυψώνες τους χαροποιημένοι από την ψεύτικη ελπίδα ότι θα σώζονταν, τουλάχιστον από τη σφαγή.
Είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις των πληρεξουσίων του Χριστιανισμού παρά στις υποσχέσεις του ναυάρχου.
Μ’ αυτή την εμπιστοσύνη όλοι οι πρόσφυγες εκτός από εκείνους που ήταν στα βόρεια του νησιού έστειλαν επτακόσιους προύχοντες να πέσουν στα πόδια του Καρά Αλή, ελπίζοντας ότι το έργο της σφαγής θα σταματούσε εκείνη τη νύχτα. Αλλά την ίδια νύχτα ο ναύαρχος κρέμασε και τους επτακόσιους προύχοντες στα κατάρτια του στόλου και έδωσε το σήμα της σφαγής όλων όσοι ζούσαν ακόμη.
Την Κυριακή του Πάσχα η εχθρική δύναμη, 15.000 συνολικά άνδρες (κατά τον Σπηλιάδη 13.000) προχώρησαν προς το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, όπου κατέσφαξαν και πυρπόλησαν πέντε χιλιάδες Χίους. Μερικά από τα κρανία των Χίων αυτών, σημαδεμένα από τα μοχθηρά κτυπήματα, μεταφέρθηκαν από ταξιδιώτες ακόμη και στην Αμερική για να δείξουν σε όλους την προδοσία των Τούρκων και των Ευρωπαίων συνενόχων τους.
Η βυζαντινή Νέα Μονή, κτισμένη από τον Κωνσταντίνο τον Μονομάχο, έγινε ο τάφος δύο χιλιάδων τριακοσίων Χριστιανών. Ο περικαλλής εκείνος ναός κάηκε και οι θησαυροί του λεηλατήθηκαν.
«Μέσα στο φρούριο, η μοχθηρή Υψηλότης, ο πασάς, περίμενε την επιστροφή των συμμοριών των επιδρομέων. Οι αξιωματικοί τήρησαν την αυστηρή διαδικασία, να διαβιβάσουν στον σουλτάνο δείγματα της καταστρεπτικής τους φιλοπονίας. Δόθηκε επιχορήγηση για τα κεφάλια που θα έκοβαν και κάθε γραφέας κατέγραφε στο ημερολόγιο της τυραννίας, κατά τη συνήθεια. Για να προλάβουν την απάτη, έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια και κατόπιν τα διατηρούσαν στην άλμη και τα τοποθετούσαν σε βαρέλια. Τα έστελναν στον σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους. Ιδιαίτερη τιμή δινόταν αν τα επαναστατικά κεφάλια ανήκαν σε διακεκριμένους αρχιεπισκόπους, άρχοντες ή κληρικούς... Χίλια διακόσια κεφάλια είχαν ήδη καταγραφεί στην ιστορία της αμοιβής που δόθηκε για τον καθ’ ένα. Οι νέοι, βλέποντας τους τυράννους τους αδυσώπητους και υπακούοντας στην προσταγή των μητέρων τους, έπεσαν ως μάρτυρες, προτιμώντας ένα δοξασμένο θάνατο παρά μια άχαρη αποστασία. Τα θύματα διατάζονταν να γονατίσουν. Γονατίζοντας ο κάθε μάρτυρας αναφωνούσε: “Μνήσθητί μου, Κύριε”! Ενώ αυτός έλεγε αυτά τα λόγια, το γιαταγάνι έπεφτε επάνω στον λαιμό του, αποκόπτοντάς τον μ’ ένα κτύπημα τόσο ξαφνικό, ώστε η γλώσσα εξακολουθούσε να κινείται. Τότε ο Τούρκος έφερε ψυχρά το σπαθί στα χείλη του, σκουπίζοντας το αίμα με το στόμα του».
Τέλος ο ναύαρχος αποφάσισε να εκτελέσει τους ομήρους που του είχαν παραδοθεί ένα χρόνο πριν. Την 4η Μαΐου, ο αρχιεπίσκοπος Πλάτων, με πενήντα άλλους οδηγήθηκαν για εκτέλεση. Χάριν πρωτοτυπίας, για μια γενική εκτέλεση, ικριώματα ανυψώθηκαν, ώστε όλοι να αφανισθούν συγχρόνως . Οι Εβραίοι προθυμοποιήθηκαν να σύρουν τα πτώματα στη θάλασσα με κάθε περιφρόνηση. Αυτή ήταν η νίκη των Εβραίων επί των εχθρών τους.
Η συμπεριφορά των θυμάτων χριστιανοπρεπής. Τα πρόσωπά τους μετά τον θάνατο μαρτυρούσαν την εσωτερική τους αγνότητα, μας λέει ο Χρ. Καστάνης.
Ο Ανδρέας Μάμουκας μας διέσωσε ονομαστικό κατάλογο των θυμάτων παρέχοντας περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτούς.
Η λεηλασία, οι εμπρησμοί, οι σφαγές και η αιχμαλωσία των κατοίκων αφάνισαν κυριολεκτικά ένα νησί, που έσφυζε από ζωή. Από έναν πληθυσμό εκατόν τριάντα έως εκατόν πενήντα χιλιάδων κατοίκων, έμειναν στη Χίο λιγότεροι από δύο χιλιάδες.
Βεβαίως οι Τούρκοι δεν έμειναν ατιμώρητοι για τα ανοσιουργήματα και τα εγκλήματά τους. Πανώλη ενέσκηψε και ορισμένα ζώα έγιναν ιδιαζόντως δηκτικά, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα. Εβραίοι και Αρμένιοι βοηθούν τους Τούρκους για να εξολοθρεύσουν τα ενοχλητικά ζώα. Γέμισε η Χίος από ποντικούς και γάτες που τρέφονταν από τα πτώματα. Οι γάτες μάλιστα τρελάθηκαν. Τις κατέλαβε ένα είδος υδροφοβίας, με συνέπεια να είναι το δάγκωμά τους δηλητηριώδες. Οι γάτες ένωσαν τις δυνάμεις τους με τις αγέλες των σκύλων, που σύχναζαν στην αγορά κρεάτων για τροφή5.
Το μέγα κακό εις βάρος της Χίου συντελέσθηκε τους μήνες Απρίλιος - Μάιος του 1822. Το νησί ήταν πια ένας σωρός ερειπίων. Η συμφορά της συγκίνησε όλο τον πολιτισμένο κόσμο και έγινε αφορμή να πυκνωθεί το υπέρ της Ελλάδος φιλελληνικό ρεύμα. Πλήθος περιηγητών, που επισκέφθηκαν τη Χίο μετά την καταστροφή, μας δίνουν συγκλονιστικές περιγραφές.
Η συμφορά της Χίου απασχόλησε και θα εξακολουθεί να απασχολεί την επιστήμη, συγκίνησε λογοτέχνες και ζωγράφους, και κινητοποίησε τη δημοσιογραφία χάριν της ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης και ευαισθητοποίησε τα Κοινοβούλια αρκετών χωρών6.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ως πηγή πολύτιμη για την εποχή αυτή το βιβλίο του Στυλιανού Γ. Βίου. «Η Σφαγή της Χίου εις το στόμα του χιακού λαού»7, όπου καταγράφονται πολύτιμες ιστορικές ειδήσεις από αφηγήσεις αυτοπτών επιζώντων. Είναι στ’ αλήθεια συγκλονιστικές μαρτυρίες και ειδήσεις πολύτιμες για τα τραγικά εκείνα γεγονότα. Διαβάζοντας κάθε μαρτυρία ξεχωριστά, φέρνεις στον νου σου τον πίνακα του Ντελακρουά, αφού, όπως προσφυώς ελέχθη, οι παραστάσεις του Ντελακρουά και οι αφηγήσεις των αυτοπτών έχουν την ίδια συγκινησιακή ένταση και ζωντάνια. Βεβαίως, ο γενναίος Ψαριανός ναυτικός Κωνσταντίνος Κανάρης με την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας εκδικήθηκε την καταστροφή της Χίου, γεγονός όμως που όξυνε την εκδικητικότητα των Τούρκων, αφού έσυραν εννιακόσιους φυλακισμένους από τις υπόγειες φυλακές του φρουρίου και τους θανάτωσαν, θερίζοντας μια πλούσια συγκομιδή Μαρτύρων που κραύγαζαν το «Μνήσθητί μου Κύριε...».
Κοραής: «Είχον χρείαν παρηγορίας»
Ο μέγας διδάσκαλος του Γένους Αδαμάντιος Κοραής, συγκλονισμένος από την καταστροφή και τις σφαγές και αιχμαλωσίες των Χίων, γράφει στον εθνικό ευεργέτη Βαρβάκη:
«Η τελευταία σου επιστολή 24 Μαΐου ήλθε εις καιρόν ότε είχον χρείαν παρηγορίας διά να μη σχάσω από το κακόν μου διά την απαρηγόρητον και απροσδόκητον συμφοράν της Χίου, την οποίαν αυτού ακόμη δεν γνώριζες...». Στη συνέχεια ζητεί εκλιπαρώντας τη χρηματική βοήθεια του Βαρβάκη, για την απελευθέρωση των Χίων αιχμαλώτων: «Τούτους όλους», γράφει «φαντάσου ότι τους έχεις έμπροσθέν σου αλυσοδεμένους, θρηνούντας και ζητούντας από τον Βαρβάκην βοήθειαν... Ενθυμείσαι, φίλε μου, ότι μία από τας αγαθοεργίας, διά τας οποίας ο Θεός ελέους και οικτιρμών βάλλει τους ελεήμονας εις τα δεξιά Του, είναι το “εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με...”. Σώσε, φίλε μου, από τον πειρασμόν της τυραννικής ασελγίας και της ασεβούς θρησκείας όσους δυνηθείς...». Όμως η απάντηση του Βαρβάκη είναι αρνητική. Ο μεγάλος ευεργέτης έχει εξαντλήσει τις οικονομικές του δυνατότητες. Ο Κοραής δεν πτοτείται. Είναι αποφασισμένος να πράξει το παν, στις επάλξεις του εθνικού αγώνα, για να υλοποιηθεί το όραμα της ελευθερίας. Ορθώνει λοιπόν τη φωνή της καρδιάς του ισχυρότερη, δραματικότερη, και εκλιπαρεί αυτός ο διαπρεπής λόγιος, ο ζητιάνος χάριν της πατρίδος, βοήθειαν. «Εάν ακριβέ μου φίλε», γράφει, «μετά την εξέτασιν βεβαιωθής ότι δύνασαι ακόμη να βοηθήσης τους αναστενάζοντας αιχμαλώτους αδελφούς μας, πρόσεχε (σε το λέγω με δάκρυα εις τους οφθαλμούς), πρόσεχε διά τους οικτιρμούς του Θεού, μη τους στερήσης την βοήθειαν ταύτην, διά να μη χάσης τον μισθόν όλων των περασμένων σου καλών έργων, αλλά στείλε πάραυτα εις βοήθειαν ή αργύρια, εάν αγαπάς... εάν περισσεύη τίποτε, διά να θεραπεύσης τας πληγάς της πατρίδος μας, δεν σου τα ζητώ εγώ. Φαντάσου ότι βλέπεις τον Χριστόν, επάνω εις τον Σταυρόν βρεγμένον με τα αίματά του και φωνάζοντα προς σε, τα πατρικά ούτα λόγια: Υιέ μου Βαρβάκη, πολλαί χιλιάδες αιχμαλώτων βαπτισμένων εις το όνομά μου, κινδυνεύουν την ώραν ταύτην να με αρνηθώσιν και να εναγκαλισθώσιν την βδελυράν θρησκείαν του Mωάμεθ. Iδού ο καιρός, βαφτισμένε εις το όνομά μου, αγαπητέ υιέ, να σώσης τους βαπτισμένους αδελφούς σου από τον τουρκικόν μολυσμόν8».
Tο 1801 ο Kοραής γράφοντας στον Kοντόσταυλο σημείωνε μεταξύ άλλων: «H ηλικία μου δεν συγχωρεί να ελπίζω τα αδύνατα, να ίδω τον αφανισμόν των τυράννων της Eλλάδος. Παράγγειλε όμως κανέναν από τους εγγόνους σου, αν κατά τύχην έλθη ποτέ εις Παρισίους, να ζητήση τον τάφον μου και να μοι φωνάξη τρις: “Hλευθερώθη η Eλλάς από το άνομον Έθνος”». Aλλ’ ο Kοραής έζησε και είδε τους καρπούς των μόχθων του, είδεν ό,τι επόθησε και οραματίσθηκε.
H Xίος, η ποτισμένη με αίμα ηρώων και μαρτύρων ζει και συνεχίζει την ιστορική, καθοριστική πορία της στον Aιγαιακό, γιατί όχι και στον παγκόσμιο χώρο.
Δεκάδες χιλιάδες εσφάγησαν στο νησί το 1822. Kάποιων τα ονόματα είναι γνωστά. Kάποιοι άλλοι θυσιάστηκαν χωρίς επιδίωξη αναγνώρισης.
Mπορεί η σελίδα της Iστορίας για την καταστροφή και τις Σφαγές της Xίου να φαίνεται σκοτεινή, αλλά και από τις σκοτεινές στιγμές της ιστορίας μας πάντοτε αναπηδούν πολιτιστικές αστραπές.
ΜΑΡΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ Δ.Φ.
Σημειώσεις
1. Βλ. Μαρίας Γ. Γιατράκου, Χριστ. Πλ. Καστάνης, The Greek exile, Κεφ. Γ’ σ. 23-24.
2. Βλ. Χριστ. Καστάνης ο.π. και Μαρίας Γ. Γιατράκου, Ειδήσεις περί της Επαναστάσεως της Χίου, (1822), ανάτυπον από τον 220 τόμο του Δελτίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Αθήναι, σσ. 172-173.
3. Νικόλαος Σωτ. Κρουσουλούδης, ο βίος και το έργον του Εθνομάρτυρας Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος Φραγκάδα, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 102-103.
4. ο.π.
5. Μαρία Γ. Γιατράκου, Ειδήσεις από την καταστροφή της Χίου (1822) και την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Ανάτυπο από το περιοδικό «Παρνασσός» τόμ. ΚΗ’ (1986), σσ. 560, 563, 564 κ.ε.
6. Βλ. Μαρία Γιατράκου, Αναλυτική βιβλιογραφία περί της Επαναστάσεως και καταστροφής της Χίου, ανάτυπον, ο.π., σ.σ. 4-5.
7. Στυλιανός Γ. Βίος, Η Σφαγή της Χίου εις το στόμα του Χιακού Λαού, Χίος 1989, σ.
8. Βλ. σχετικώς, Απ. Β. Δασκαλάκη, ο Αδαμάντιος Κοραής και η Ελευθερία των Ελλήνων, σ.σ. 312-317 και Μαρία Γ. Γιατράκου – Επιστολών Αδαμαντίου Κοραή απανθίσματα περιοδικόν. «Η Δράσις», Απρίλιος, 1979, σ.σ. 52-53.
Στις 2 Απριλίου 1822, ανήμερα το Πάσχα, άρχισε η μεγάλη σφαγή. Δεκαπέντε χιλιάδες Τούρκοι έφτασαν στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά όπου είχαν καταφύγει 5.000 Χιώτες και τους κατέσφαξαν. Η Νέα Μονή έγινε ο τάφος 2.300 Χριστιανών. Τα τραγικά γεγονότα προκάλεσαν εκδηλώσεις συμπάθειας και διαμαρτυρίας σε όλη την Ευρώπη και ενέπνευσαν πολλούς καλλιτέχνες.
ΑπάντησηΔιαγραφή