Μέρος 1ον
ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
Αυτό που ακολουθεί είναι μυθιστορία, όχι ιστορία. Σκηνές και χαρακτήρες έχουν επινοηθεί, συγγραφική άδεια. Τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα των ιστορικών προσώπων είναι όλα προϊόν της φαντασίας του συγγραφέως.
Μολονότι τίποτε σ΄ αυτή την ιστορία δεν είναι αντίθετο προς το πνεύμα της ζωής του Αλεξάνδρου όπως την κατανόησα εγώ, έχω μεταθέσει ορισμένα γεγονότα για το ενδιαφέρον του θέματος και την πλοκή της ιστορίας. Το λόγο τον οποίο εκφώνησε ο Αλέξανδρος στην Ώπη, όπως αναφέρει ο Αρριανός, τον έκανα πανηγυρικό για το Φίλιππο. Έχω τον Παρμενίωνα στα Εκβάτανα όταν ο Κούρτιος μας λέει ότι ήταν ακόμη στην Περσέπολη. Η δημηγορία που ο Αλέξανδρος εκφωνεί εδώ στον Υδάσπη ποταμό, στην πραγματικότητα έλαβε χώρα στον Ύφαση, ενώ το αίτημα των ανδρών του για επιστροφή στην πατρίδα, που σύμφωνα με τον Αρριανό του μετέφερε ο Κοίνος στον Ύφαση, το μεταθέτω επίσης στον πρώτο ποταμό. Κάνω αυτή την επισήμανση έτσι, ώστε ο ενημερωμένος αναγνώστης να μην πιστέψει ότι τα γεγονότα μπερδεύτηκαν από μόνα τους.
Στίβεν Πρέσσφιλντ
"Καί τοίνυν τούτων τών έθνών ήρξεν ούτε αύτώ όμογλώττων όντων ούτε άλλήλοις, καί όμως έδυνάσθη άφικέσθαι μέν έπί τοσαύτην γήν τώ άφ΄ έαυτού φόβω, ώστε καταπλήξαι πάντας καί μηδένα έπιχειρείν αύτώ".
ΞΕΝΟΦΩΝ
<<Κύρου παιδεία>>
Μετάφραση:
Έγινε κύριος λοιπόν τούτων των εθνών, μολονότι δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα με αυτόν ούτε μεταξύ των, και μπόρεσε μόλα ταύτα να εξαπλώσει την εξουσία του σε τόσο απέραντη έκταση με το φόβο που ενέπνεε, και έκανε όλους να τα χάνουν, και κανείς να μη επιχειρή να αντισταθή σ΄ αυτόν.
Βιβλίο πρώτο
Η ΟΡΜΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ
1
Ένας στρατιώτης
ΠΑΝΤΑ ΗΜΟΥΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Δε γνώρισα άλλη ζωή. Από παιδί ακόμα ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα των όπλων.
Δεν πόθησα τίποτα άλλο.
Γνώρισα ερωμένες, γόνους αρχόντων, συμμετείχα σε αγώνες και έκανα διάφορες τρέλες όταν βρισκόμουν σε κατάσταση μέθης. Κατέστρεψα αυτοκράτορες, υποδούλωσα ηπείρους, ανακηρύχτηκα αθάνατος ενώπιον θεών και ανθρώπων. Αλλά πάντοτε ήμουν στρατιώτης.
Από παιδί ακόμα, το έσκαγα από τον παιδαγωγό μου για να αναζητήσω τη συντροφιά των αντρών στους στρατώνες. Το πεδίο των ασκήσεων και ο στάβλος, η μυρωδιά του δέρματος και του ιδρώτα μου ταιριάζουν απόλυτα. Το ξύσιμο του ακονιού στο σίδερο είναι για μένα ότι η μουσική για τους ποιητές. Έτσι ήταν πάντα. Δε θυμάμαι να υπήρξε εποχή που να ήταν αλλιώς.
Θα σκεφτεί κανείς ότι όλα όσα έμαθα οφείλονται στις εκστρατείες και στην πείρα που αποκόμισα από αυτές.
Όμως δηλώνω ευθαρσώς: όλα όσα ξέρω, τα γνωρίζω από τα δεκατρία μου και, για να πούμε την αλήθεια, από τα δέκα, κι ακόμα πιο μικρός. Τίποτε δεν έμαθα ως έμπειρος διοικητής που να μην το ήξερα από παιδί.
Όταν ήμουν μικρός, καταλάβαινα ενστικτωδώς το έδαφος, την πορεία, την περίσταση και τα στοιχεία της φύσης. Ήξερα πως να διαβώ ένα ποταμό και να προβώ στην εξερεύνηση του εδάφους. Πόσες μονάδες με αυτή τη σύνθεση μπορούσαν να διασχίσουν τη μια ή την άλλη απόσταση, πόσο γρήγορα, με πόσο βάρος στην πλάτη, σε ποια κατάσταση θα έφταναν για να πολεμήσουν. Οι στρατιωτικοί σχεδιασμοί ήταν κάτι σαν δεύτερη φύση για μένα. Απλώς κοιτούσα και όλα ήταν ξεκάθαρα. Ο πατέρας μου ήταν ο μεγαλύτερος στρατιώτης της εποχής του, ίσως ο μεγαλύτερος που υπήρξε ποτέ. Κι όμως, όταν ήμουν μικρός του είπα ότι θα τον ξεπερνούσα. Στα εικοσιτρία, το είχα καταφέρει.
Όταν ήμουν μικρός ζήλευα τον πατέρα μου, φοβόμουν ότι η δόξα του θα ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν θα έμενε τίποτε για μένα. Στην πραγματικότητα, δεν φοβήθηκα ποτέ τίποτε, εκτός από την κακοτυχία που ίσως με εμπόδιζε να εκπληρώσω το πεπρωμένο μου.
Ο στρατός που είχα το προνόμιο να διοικώ ήταν ανίκητος στην Ευρώπη και στην Ασία. Ένωσε τις πόλεις της Ελλάδας και τα νησιά του Αιγαίου. Ελευθέρωσε από τον περσικό ζυγό τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας και της Αιολίας. Υποδούλωσε την Αρμενία, την Καππαδοκία, την Μικρή και τη Μεγάλη Φρυγία, την Παφλαγονία, την Καρία, τη Λυδία, την Πισιδία, τη Λυκία, την Παμφυλία, ολόκληρη τη Μεσοποταμία και την Κιλικία. Τα μεγαλύτερα οχυρά της Φοινίκης -Βύβλος, Σιδών, Τύρος (και η πόλη των Φιλισταίων, Γάζα)- είχαν πέσει πριν από αυτές. Νίκησε την κεντρική αυτοκρατορία της Περσίας -την Αίγυπτο και την εγγύς Αραβία, τη Μεσοποταμία, την Βαβυλωνία, τη Μηδία, τη Σουσιανή, την άγρια γη της ίδιας της Περσίας- και τις ανατολικές επαρχίες της Υρκανίας, της Αρίας, της Παρθίας, της Βακτριανής, της Ταπυρίας, της Δραγγιανής, της Αραχωσίας και της Σιγδιανής. Διέσχισε τον Ινδό και εισήλθε στην Ινδία. Δεν ηττήθηκε ποτέ.
Αυτή η στρατιωτική δύναμη ήταν αξεπέραστη όχι για τους αριθμούς της, αν και σε κάθε εκστρατεία έμπαινε στο πεδίο της μάχης καλύτερα οργανωμένη και επανδρωμένη, ούτε για τη λαμπρή στρατηγική ή τις τακτικές της, μολονότι δεν ήταν ασήμαντες, ούτε για την ικανότητα της επιμελητείας της, χωρίς την οποία κανένας στρατός δεν μπορεί να επιβιώσει στο πεδίο της μάχης, πόσο μάλλον να νικήσει. Ο στρατός αυτό πέτυχε χάρη στις πολεμικές ικανότητες των αντρών του και κυρίως λόγω του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού του, που εκφράζεται με τη λέξη δύναμη, τη θέληση να πολεμήσει. Κανείς στρατηγός της ίδιας ή άλλης ηλικίας δεν ευνοήθηκε τόσο πολύ από την τύχη όπως εγώ - να διοικήσει, δηλαδή, άντρες με τέτοιο πολεμικό πνεύμα, με ανεξάντλητο θάρρος, αφοσιωμένους στους διοικητές τους και στο καθήκον τους.
Τώρα όμως έγινε αυτό που φοβόμουν. Οι άντρες κουράστηκαν από τις κατακτήσεις. Έφτασαν μέχρι την όχθη αυτού του ποταμού της Ινδίας και δεν λαχταρούν να τον περάσουν. Πιστεύουν ότι έχουν έρθει πολύ μακριά. Φτάνει πια. Θέλουν να γυρίσουν στην πατρίδα.
Για πρώτη φορά από τότε που ανέλαβα την αρχηγία θεώρησα απαραίτητο να συστήσω μια μονάδα Ατάκτων -Δυσαρεστημένων- και να τους αποσπάσω από τις κεντρικές μεραρχίες του σώματος. Αυτοί οι άντρες δεν είναι λιποτάκτες ούτε κοινοί εγκληματίες. Είναι εκλεκτά στρατεύματα, παρασημοφορεμένοι παλαίμαχοι, πολλοί από τους αυτούς εκπαιδευμένοι από τον πατέρα μου και το μεγάλο στρατηγό του Παρμενίωνα. Αλλά είναι τόσο δυσαρεστημένοι από λόγια και πράξεις που έκαν ή παρέλειψα να κάνω, ώστε στην παράταξη της μάχης τους τοποθετώ μόνο ανάμεσα σε μονάδες απόλυτα αφοσιωμένες, για να μην κάνουν κάποια λάθος κίνηση τη μοιραία στιγμή. Σήμερα αναγκάστηκα να θανατώσω πέντε αξιωματικούς, όλοι από τη Μακεδονία, των οποίων οι οικογένειες μου είναι ιδιαίτερα αγαπητές, επειδή δεν έσπευσαν να εκτελέσουν μια διαταγή. Δε μου αρέσει διόλου αυτό, όχι μόνο για τη βαρβαρότητα του μέτρου, αλλά επειδή δείχνει έλλειψη φαντασίας από μέρους μου. Πρέπει να διοικώ, λοιπόν, με τον τρόμο και τον καταναγκασμό από δω και μπρό; Εκεί κατάντησε η ιδιοφυϊα μου;
Όταν ήμουν δεκαέξι χρονών και κάλπαζα για πρώτη φορά επικεφαλής της δικής μου ίλης, ήμουν τόσο συγκλονισμένος που δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα μου. Ο υπασπιστής μου θορυβήθηκε και θέλησε να μάθει τι ήταν αυτό που με είχε ενοχλήσει. Αλλά οι ιππείς στις ίλες κατάλαβαν. Είχα συγκινηθεί από τη θέα τους, από την εξαιρετική τους τάξη, από τις ουλές και τη σιωπή τους, από τα αργασμένα από τα στοιχεία της φύσης πρόσωπατους. Όταν οι άντες είδαν την κατάστασή μου, ανταπέδωσαν την αγάπη μου, διότι ήξεραν ότι θα έδινα και τη ζωή μου για αυτούς. Στη στρατηγική και στις τακτικές, ακόμα και στην Ανδρεία, άλλοι αρχηγοί μπορεί να έιναι όσοι με μένα. Αλλά σ΄ αυτό κανείς δε με ξεπερνά, δηλαδή στο μέγεθος της αγάπης που νιώθω για τους συμπολενιστές μου. Αγαπώ ακόμα κι αυτούς που αυτοαποκαλούνται εχθροί μου. Μόνο την κακία και την πονηρία απεχθάνομαι. Αλλά τον εχθρό που στέκεται με γεναιότητα απέναντί μου, αυτόν τον αγκαλιάζω με αγάπη, σαν αδελφό.
Όσοι δεν καταλαβαίνουν τον πόλεμο, πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν αγώνα μεταξύ στρατών, φίλου εναντίον εχθρού. Όχι. Μάλλον ο φίλος και ο εχθρός μονομαχούν σαν ένας εναντίον ενός αόρατου ανταγωνιστή, που το όνομά του είναι Φόβος, και πασχίζουν, έστω και εναγκαλισμένοι, το θάνατο, να φτάσουν στο ανώτατο όριο των δυνάμεων τους όπου τους περιμένει η τιμή.
Αυτό που καθοδυγεί το στρατιώτη είναι η καρδιά, η ψυχή και η δύναμη, η θέληση να πολεμήσει. Τίποτε άλλο δε μετράει στον πόλεμο. Ούτε τα όπλα ή οι τακτικές ούτε η φιλοσοφία ή ο πατριωτισμός ούτε ο φόβος του ίδιου του Θεού. Μόνο η αγάπη για δόξα, επιτακτική ανάγκη, έμφυτη στο αίμα των θνητών, που δεν ξεριζώνεται με τίποτε στον άντρα, όπως στο λύκο ή στο λιοντάρι, και που χωρίς αυτή θα ήμαστε ένα μηδενικό.
Κοίτα εκεί, Ιτάνη. Κάπου πέρα από τον ποταμό βρίσκεται η Ακτή του Ωκεανού: η Εσχατιά της Γης. Πόσο απέχει άραγε; Είναι μετά το Γάγγη; Πέρα από τα Αιώνια Χιόνια; Το νιώθω. Με καλεί. Εκεί πρέπει να σταθώ, εκεί όπου κανείς μονάρχης δεν πάτησε το πόδι του πριν από εμένα. Εκεί πρέπει να στήσω το λέοντα, το έμβλημα της Μακεδονίας. Μέχρι τότε δε θα γνωρίσει αναπαμό η καρδιά μου ούτε θα απαλλάξω από κάθε υποχρέωση το στρατό μου.
Γι΄ αυτό σε κάλεσα εδώ, νεαρέ μου φίλε. Τις ημέρες, μπορώ να αντιμετωπίσω την κατάσταση, επειδή ξέρω ότι τα βλέμματα των αντρών είναι καρφομένα επάνω μου. Αλλά τις νύχτες, η κρίση του στρατού με συντρίβει.
Θέλω να ξαλαφρώσω. Πρέπει να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Πρέπει να βρώ μια απάντηση για την αποξένωση του στρατού.
Χρειάζομαι κάποιον στον οποίο να μπορώ να μιλήσω, κάποιον που δεν έχει σχέση με τη διοίκηση, που μπορεί να ακούει χωρίς να κρίνει και να κρατάει το στόμα του κλειστό. Είσαι ο μικρός αδελφός της γυναίκας μου, της Ρωξάνης, και συνεπώς κάτω από τη δική μου προστασία. Κανείς άλλος δεν μπορεί να γίνει μέντοράς σου, σε κανέναν άλλο δεν μπορείς να μεταφέρεις αυτή την ιστορία. Αυτοί είναι οι λόγοι που σε εμπιστεύομαι. Επιπλέον, αναγνωρίζω σε σένα (διότι σε παρακολουθώ στενά από τότε που ήρθες στην υπηρεσία μου, στη Σογδιανή) μια έμφυτη διοικητική ικανότητα και στρατιωτικά χαρίσματα που καμία εκπαίδευση δεν μπορεί να σου δώσει. Είσαι δεκαοκτώ ετών και σε λόγο θα πάρεις το βαθμό σου. Όταν περάσουμε τον ποταμό, θα οδηγήσεις άντρες στη μάχη για πρώτη φορά. Ο ρόλος μου είναι να σε διδάξω, διότι, παρόλο που είσαι βασιλόπουλο στη χώρα σου, εδώ είσαι μόνο ένας βασιλικός παις, ένας μαθητής της σχολής Πολέμου που είναι η σκηνή μου.
Θα μείνεις να ακούσεις την ιστορία μου; Δε θα σε αναγκάσω, διότι όλα όσα θα σου εμπιστευθώ στην προσπάθειά μου να ανακατατάξω τις προτεραιότητές μου μπορεί να σε βάλουν σε κίνδυνο, Όχι όσο ζω, αλλά αργότερα, καθώς αυτοί που θα με διαδεχθούν θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν τη μαρτυρία σου για δικούς τους σκοπούς.
Θα υπηρετήσεις το βασιλιά και συγγενή σου; Πες <<ναι>> και θα έρχεσαι σε μένα κάθε βράδυ αυτή την ώρα ή σε κάποια ανάπαυλα, αρκεί να έχω λίγο χρόνο. Δε χρειάζεται να μιλάς, μόνο να ακούς, παρόλο που μπορεί να σε χρησιμοποιήσω, αν χρειαστεί, για εμπιστευτικά και εχέμυθα θελήματα. Πες <<όχι>> και θα σε απαλλάξω αμέσως, χωρίς να σου κρατήσω κακία.
Είπες ότι θεωρείς τιμή σου να με υπηρετήσεις;
Πολύ καλά, νεαρέ μου φίλε.
Κάθισε λοιπόν. Ας αρχίσουμε...
2
Η ΧΩΡΑ ΜΟΥ
Η ΧΩΡΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΚΟΤΡΑΧΑΛΟΣ και ορεινός τόπος. Έφυγα όταν ήμουν ενός ετών και δε θα επιστρέψω ποτέ.
Τα μεγάλα υποστατικά των πεδιάδων της Μακεδονίας παράγουν καβαλάρηδες που αυτοαποκαλούνται Έλληνες, απόγονοι των γιων του Ηρακλή. Οι ορεσίβιοι κατάγονται από την Παιονία και την Ιλλυρία. Το πεζικό προέρχεται από τα βουνά, το ιππικό από τις πεδιάδες.
Μεγάλια φαράγγια κομματιάζουν τη χώρα μου όπου τα βουνά εναλλάσσονται με τα λεκανοπέδια, δημιουργώντας αυτόνομες περιοχές, θαυμάσια φυσικά οχυρά, τα οποία με τη σειρά τους διαιρούνται σε ορεινές κοιλάδες, όπου ρέουν διάφοροι μικροί και μεγάλοι ποταμοί. Κάθε κοιλάδα κατοικείται από διαφορετικό φύλο και κάθε φύλο μισεί τα άλλα.
Ο νόμος της χώρας μου είναι φατριακός. Αυτό σημαίνει συνεχείς διαμάχες και πολέμους. Το έθιμο απαγορεύει σε έναν άντρα να παντρευτεί γυναίκα από τη δική του περιοχή. Πρέπει να διαλέξει από άλλη. Αν ο πατέρας της δεν δώσει τη συγκατάθεση του, ο μνηστήρας θα κλέψει την κόρη. Τότε το σόι της νύφης κάνει επιδρομή για να την πάρει πίσω. Αυτό γίνεται αιτία για να χύνεται πολύ αίμα, να γράφονται ιστορίες με ηρωικά κατορθώματα, ακόμα και ποιήματα. Έχω ακούσει μελωδίες από όλο τον κόσμο, καμία δεν έχει μείνει στη μνήμη μου όσο εκείνες των βουνών της πατρίδας μου. Τα τραγούδια μιλούν γι έχθρες και καυγαδάκια ερωτευμένων, για απώλεια για χωρισμό και εκδίκηση.
Η αγάπη που νιώθει ένας ορεσίβιος για τον τόπο του είναι παράλογή, άσβεστη. Έχω αξιωματικούς που οι περιουσίες τους ξεπερνούν εκείνες των ράτζσ. Κι όμως, το μεγαλύτερο όνειρό τους είναι να επιτρέψουν στον τόπο τους και να λένε τις ιστορίες τους γύρω από τη φωτιά.
Κόιτα εκεί, εκείνους τους τρεις σωματοφύλακες δίπλα στο σωρό με τα όπλα. Είναι από το ίδιο μέρος. Οι δύο είναι αδέλφια, ο τρίτος είναι θείος τους. Βλέπεις τον τέταρτο πιο πέρα; Είναι από αντίπαλη φυλή. Αν ήταν τώρα στην πατρίδα, αυτοί οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να κοιμηθούν, θα μηχανεύονταν διάφορα σχέδια για να κόψουν ο ένας το κεφάλι του άλλου. Όμως εδώ, στην μακρινή τούτη χώρα, είναι οι καλύτεροι συντρόφοι.
Ο Έλληνας του Νότου ανδρώνεται στην πόλη, μια πόλη-κράτος, όπου υπάρχει η αγορά, η εκκλησία του δήμου και πέτρινα τείχη για να κρατούν έξω τον εχρθό. Είναι καλός ομιλητής, αλλά κακός πολεμιστής. Ο καμπίσιος Σκύθης ζει πάνω στο άλογό του, ακολουθώντας το κοπάδι του και εποχιακό χρτλαρι. Είναι άγριος αλλά όχι δυνατός.
Ο ορεσίβιος όμως... Σκληρός σαν τη βρομιά, ύπουλος σαν το φίδι, ιδού ένας άντρας που μπορεί να του ανοίξεις την κοιλιά με σιδερένιο δόρυ κι όμως είναι σε θέση να συρθεί μέχρι εκεί που είσαι, να σου ξεριζώσει την καρδιά και να τη φάει ωμή μπροστά σου. Ο βουνίσιος είναι περίφανος. Θα σου βγάλει το συκώτι έτσι για πλάκα. Όμως ξέρει να υπακούει. Ο πατέρας του τον έχει διδάξει με το βοϊδοτόμαρο της ζώνης του.
Έτσι φτιάχνονται οι μεγάλοι στρατιώτες. Ο πατέρας μου το είχε καταλάβει. Κάποτε, στην ορεινή χώρα, όταν είπα μια εξυπνάδα περί λασποφάγων ορεσίβιων, ο Φίλιππος μου έκοψε τη φόρα. <<Ο γιος μου έχει μαγευτεί από τον Αχιλλέα του Ομήρου>> παρατήρησε στον Παρμενίωνα και τον Τελαμώνα που ήταν δίπλα του (και οι δύο υπηρέτησαν τον πατέρα μου πριν από μένα). <<Λέει ότι κατάγεται από τον ήρωα -από το αίμα της μητέρας του, όχι από το δικό μου- και ονειρεεύεται να μαζέψει το δικό του σώμα των Μυρμιδόνων, των "μυρμηγκανθρώπων", που χαρακτηρίζονταν ως "μεγαλήτορες, φιλοπτόλεμοι, καραδίην και θυμόν έχοντες, εγχεσίμωροι και ταχύπωλοι".
Αυτοί οι σπουδαίοι πολεμιστές είχαν ακολουθήσει τον "καλύτερο των Αχαιών στην Τροία". Ο Φίλιππος γέλασε και με χτύπησε χαρούμενα στο μηρό: <<Τι νομίζεις ότι ήταν οι άντρες του Αχιλλέα, γιέμου, αν όχι μπάσταρδοι σαν κι αυτούς; Άντρες από φυλές της θεσσαλικής ενδοχώρας, άξεστοι και αγράμματοι, αλλά θαρραλέοι, αποφασιστικοί και σκληροί σαν όπλη Κενταύρου>>.
Οι άντρες είναι σκληροί στη χώρα μου, και οι γυναίκες ακόμα πιο σκληρές. Ο πατέρας μου το είχε καταλάβει και αυτό. Ερωτοτροπούσε με τα κοριτσάκια των ορέων, ή για την ακρίβεια με τους πατέρες τους, των οποίων τη φιλία και αφοσίωση εξασφάλιζε με κάθε τρόπο. Τριάντα εννέα γάμους έκανε, επτά επίσημους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μητέρας μου. Μόνο να μαντέψει κανείς μπορεί πόσα κουτσούβελα έσπειρε. Αυτό είναι ένα παλιό αστείο για την αφοσίωση του στρατού μου. Και βέβαια αποκλείεται να με παρατήσουν. Είναι όλοι μηλαδέλφια μου.
Όταν ήμουν δώδεκα ετών, ο αγαπημένος μου φίλος Ηφαιστίων κι εγώ συνοδεύσαμε μια ομάδα στρατολόγησης με επικεφαλής τον πατέρα μου σε μια περιοχή που τη λένε Τρίεσσα στα βουνά πάνω από την Υπερασώπιον Μάρα. Τα άλογα δε θα μπορούσαν να περπατήσουν σε τέτοιο κακοτράχαλο έδαφος. Θα έσπαγαν τα πόδια τους. Πρέπει να χρησιμοποιούν μουλάρια. Ο πατέρας μου είχε καλέσει τις φατριές από μερικές αντιμαχόμενες περιοχές. Παρουσιάστηκαν όλοι μεθυσμένοι. Ο Φίλιππος ήταν γεννημένος να διοικεί τέτοιους ανθρώπους. Κόμπαζε ότι μπορούσε να τους ξεπεράσει όλους <<στο μεθύσι, στην πάλη και στο πήδημα>>, και μπορούσε. Οι άντρες τον αγαπούσαν. Όταν έπεσε το σκοτάδι, άρχισε το κυνήγι του χοίρου. Μια γουρούνα σε μέγεθος μικρού αλόγου αθέθηκε ελεύθερη. Άντρες και παιδιά, καταλασπωμένοι, προσπαθούσαν να τη ρίξουν κάτω. Ο Ηφαιστίων κι εγώ κοιτάζαμε καθισμένοι στην πέτρινη μάντρα έναν άντρα με μεγάλα μουστάκια να κάθεται στο λαιμό του ζώου. Οι φίλοι του άρχισαν να του φωνάζουν να καβαλήσει τη γουρούνα και να συνουσιαστεί μαζί της. Ο πατέρας μου τους υποστήριζε με ζήλο, βουτηγμάνος μέχρι τη μέση στο βούρκο. Η επιθυμία έφτασε στο κατακόρυφο όταν ο μουστακαλής έριξε τη γουρούνα στη λάσπη. Όταν ολοκληρώθηκε η πράξη, το άτυχο ζώο σφαγιάστηκε. Το συμπόσιο που ακολούθησε με το κρέας του κράτησε όλη τη νύχτα.
Την επομένη, καθώς γυρίζαμε σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου πως ενέκρινε και υποστήριζε τέτοιες κτηνωδίες από άντρες που σύντομα θα οδηγούσε στη μάχη. <<Ο πόλεμος είναι από μόνος του κτηνώδης δουλεία>> αποκρίθηκε.
Θεώρησα την απάντησή του προσβλητική. <<Προτιμώ τη γουρούνα από τον άντρα>> δήλωσα.
Ο Φίλιππος γέλασε. <<Δε θα κερδίσεις τις μάχες, γιε μου, οδηγώντας ένα στρατό από γουρούνες>>.
Η ιδιοφυΐα του πατέρα μου ήταν αυτή που σφυρηλάτησε εκείνους τους ορεσίβιους χοντράνθρωπους και τους μετέτρεψε σε έναν πειθαρχημένο και σύγχρονο στρατό. Αντιλήφθηκε τη χρησιμότητα της στρατολόγησης αυτών των ανθρώπων, που ήταν για αιώνες δούλοι των παθών τους και των αντιπαλοτήτων τους. Είχε μια νέα αντίληψη για το στρατιώτη, όπου η τάξη και το γένος δεν μετρούσαν καθόλου. Ένας άντρας μπορούσε να σταδιοδρομήσει μόνο με την αξία του και σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που κρατούσαν τον βουνίσιο αλυσοδεμένο -η αφοσίωσή του στη φυλή, η κτηνωδία, η άγνοια και η σκληρότητα- θα μετατρέπονταν σε πολεμικές αρετές, όπως πίστη, υπακοή, αφοσίωση και ανελέητη εφαρμογή της δύναμης και του τρόμου.
Από τότε που ήμουν παιδί, όλοι αναγνώριζαν ότι οι Μακεδόνες του Φιλίππου ήταν οι αγριότεροι πολεμιστές στη γη. Όχι μόνο επειδή ήταν από τη φύση τους σκληροί, μεγαλωμένοι σ΄ αυτή την κακοτράχαλη γη, αλλά επιδή ο πατέρας μου και οι σπουδαίοι στρατηγοί του, Παρμενίων και Αντίπατρος, τους είχαν γυμνάσει με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνουν τέλειοι επαγγελματίες. Έτσι, λοιπόν, στην πειθαρχία και στη συνοχή, στην ταχύτητα και στην κινητικότητα, στις τακτικές και στον εξοπλισμό, ξεπερνούσαν όλους τους στρατούς της Ελλάδας, αλλά επίσης τα βασιλικά στρατεύματα και τους μισθοφόρους της Ασίας. Είχαν τόση δύναμη, τόση θέληση να πολεμήσουν, απόρροια της φτώχιας και του μίσους τους για την περιφρόνηση με την οποία τους αντιμετώπιζαν οι αντίπαλοί τους πριν από την εμφάνιση του Φιλίππου, ώστε θα μπορούσε να πει κανείς γι΄ αυτή τη στρατιωτική δύναμη ότι ήταν η μόνη, εκτός από τους Σπαρτιάτες, που στη μάχη ποτέ δε ρωτούσαν πόσοι ήταν οι εχθροί αλλά μόνο που ήταν.
Ο πατέρας μου δε μου δίδαξε ποτέ τον πόλεμο. Μάλλον με έριξε μέσα σ΄ αυτόν. Πολέμησα για πρώτη φορά κάτω από τις διαταγές του στα δώδεκα, οδήγησα το πεζικό στα δεκατέσσερα, το ιππικό στα δεκάξι. Ποτέ δεν τον είδα τόσο περήφανο, όσο όταν του έδειξα το πρώτο μου τραύμα. Ένα δόρυ είχε τρυπήσει τον αριστερό μου ώμο, όταν είχαμε πάει στο όρος Ροδόπη για να πολεμήσουμε τους θράκες της κοιλάδας του Νέστου. <<Πονάει;>> φώναξε ο πατέρας μου συγκρατώντας το άλογο του πάνω στην έξαψη της νίκης, κι όταν απάντησα <<ναι>>, βρυχήθηκε: <<Ωραία, έτσι πρέπει>>! Έπειτα στράφηκε προς τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες που ήταν εκεί κοντά: <<Το τραύμα του γιου μου είναι μπροστά, εκεί όπου έπρεπε να είναι>>.
Πιστεύω ότι ο πατέρας μου με αγαπούσε, πολύ περισσότερο από όσο νόμιζε ή φρόντιζε να δείχνει. Κι εγώ τον αγαπούσα και ήμουν εξίσου ένοχος, αφού δεν μπορούσα να του το δείξω. Τράβηξε μαχαίρι εναντίον μου κάποτε, όταν ήμουν δεκαεπτά χρόνων, και θα με κάρφωνε αν δεν ήταν τόσο μεθυσμένος ώστε να πέσει φαρδύς πλατύς κάτω. Στην χούφτα μου κρατούσα το δικό μου μαχαίρι και θα το χρησιμοποιούσα. Λίγο ύστερα από αυτό, η μητέρα μου αποσύρθηκε στην αυλή συγγενών της στην Ήπειρο, όπου βρήκα κι εγώ καταφύγιο ανάμεσα στους Ιλλυριούς. Διότι ήταν γνωστό σε όλους ότι η φιλοδοξία μου, από παιδάκι, ακόμα, ήταν μεγαλύτερη από του πατέρα μου και καταλάβαινα (όπως και η μητέρα μου), όπως λέει και η παροιμία, <<ότι πρέπει να υπάρχει "ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΛΕΩΝ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ".
Ήμουν είκοσι ετών όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος και το εξεγερμένο έθνος με κάλεσε να γίνω βασιλιάς του. Έκτοτε, σπάνια σκεφτόμουν τον πατέρα μου. Τώρα τελευταία ωστόσο έρχεται συχνά στη σκέψη μου. Μου λείπει. Θα ήθελα τη συμβουλή του. Τι θα έκανε αν αντιμετώπιζε μια στάση στην Πενταποταμία; Πως θα ενέπνεε έναν κουρασμένο και απρόθυμο στρατό;
Και πως, μα τον Άδη, θα μπορούσα να διαβώ τούτο τον ποταμό;
3
Ινδία
Ο ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ ΦΤΑΝΕΙ ΕΓΚΑΙΡΩΣ από τον Ινδό για να παρευρεθεί στις εκτελέσεις. Δύο λοχαγοί και τρεις ουραγοί της μονάδας των <<Δυσαρεστημένων>> θα εκτελεστούν. Ο αγαπημένος μου σύντροφος έρχεται αμέσως κοντά μου στο σχηματισμό. Δε σταμάτησε ούτε τη δίψα του να ανακουφήσει. Παραμένει ανέκφραστος καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά κατόπιν στη σκηνή μου τρέμει και θέλει να καθίσει. Είναι τράντα χρόνων, εννέα μήνες μεγαλύτερός μου. Είμαστε πολύ καλοί φίλοι από παιδιά.
Μιλάει για τη μονάδα των Δυσαρεστημένων. Είναι μόνο τριακόσιοι στον αριθμό, φαινομενικά ασήμαντοι μέσα σε μια δύναμη που ξεπερνά τους πενήντα χιλιάδες άντρες. Όμως τόσο το κύρος τους στο στράτευμα, αφού έχουν αποδείξει επανειλημμένος την ανδρεία τους, που δεν μπορώ να τους φυλακίσω στο στρατόπεδο (όπου θα μετέδιδαν μόνο το θυμό τους στους άλλους) ούτε να τους αποτάξω και να τους στείλω στην πατρίδα (όπου η εμφάνισή τους θα υποδαύλιζε περαιτέρω τη δυσαρέσκεια). Δεν μπορώ να διαλύσω την ομάδα τους και να μοιράσω τους άντρες της σε μονάδες. Γι΄ αυτό το λόγο τους απέσπασα αρχικά. Τι θα κάνω με δαύτους; Με πιάνει πονοκέφαλος και μόνο που το σκέφτομαι. Και το χειρότερο, χρειάζομαι την παλικαριά τους -και το θάρρος τους- για να περάσω τον ποταμό.
Στην Ινδία δεν υπάρχει σκηνή στημένη με πάσσαλους. Κάνει πολλή ζέστη. Η δική μου καλύπτεται μόνο από πάνω και είναι ανοιχτή από όλες τις πλευρές για να περνάει το αεράκι. Τα χαρτιά πετάνε, και το παραμικρό κομματάκι πρέπει να στερεώνεται. <<Ακόμα και οι χάρτες μου προσπαθούν να πετάξουν στην πατρίδα>>.
Ο Ηφαιστίων ρίχνει μια ματιά και παρατηρεί τη σύνθεση του σώματος των βασιλικών παίδων. <<Τέρμα οι Πέρσες;>>
<<Τους βαρέθηκα>>.
Ο φίλος μου δε λέει τίποτε. Αλλά ξέρω ότι ανακουφίστηκε. Το γεγονός ότι προτίμησα να πάρω συμπατριώτες μας στην υπηρεσία μου είναι καλό σημάδι. Δείχνει ότι επιστρέφω στις ρίζες μου. Στις μακεδονικές μου ρίζες. Ο Ηφαιστίων δε θα με προσβάλει δίνοντάς μου συγχαρητήρια, αλλά καταλαβαίνω ότι είναι ευχαριστημένος.
Ύστερα από εμένα, ο Ηφαιστίων είναι ο πρώτος τη τάξει στρατηγός του εκστρατευτικού σώματος, δηλαδή ολόκληρου του στρατού. Πολλοί τον ζηλεύουν θανάσιμα. Ο Κρατερός, ο Πέρδικκας, ο Κοινός, ο Πτολεμαίος, ο Σέλευκος. Όλοι θεωρούν ότι είναι καλύτεροι στρατιωτικοί διοικητές. Και είναι. Αλλά ο Ηφαιστίων αξίζει για μένα περισσότερο απ΄ όλους. Όταν αυτός παραμένει ξύπνιος, μπορώ να κομηθώ ήσυχος. Όταν έχω αυτόν στο πλευρό μου, δε χρειάζεται να κοιτάζω δεξιά ή αριστερά. Η αξία του υπερέχει της τέχνης του πολέμου. Πέτυχε την παράδοση εκατό και πλέον πόλεων χωρίς αιματοχυσία, διαπρέποντας ως απέσταλμένος. Η ευγένεια και η καλοσύνη, που θα μπορούσαν να είναι μειονεκτήματα σε έναν κατώτερο άνθρωπο, είναι τόσο έμφυτα σ΄ αυτόν, ώστε αφοπλίζουν τον πλέον υπερόπτη και κακοπροαίρετο αρχηγό του εχρού. Έχει το χάρισμα να παρουσουσιάζει σ΄ αυτούς τους άρχοντες την πραγματική τους θέση με τέτοιον τρόπο ώστε ο συμβιβασμός (δε μου αρέσει η λέξη υποταγή) να φαίνεται ότι γίνεται κατόπιν δικής τους απαίτησης, και με τόση γενναιοδωρία που τρέχουμε να μαζέψουμε τις υπερβολές της. Χάρη σ΄ αυτόν, οι δυνάμεις μας μπήκαν σε πέτνε πρωτεύουσες όπου βρήκαμε τον πληθυσμό παραταγμένο στους δρόμους να μας επευφημεί. Έχει σώσει το στρατό από θανάτους και ατυχήματα δεκαπλάσια από τον αριθμό του. Όχι ότι τα κατορθώματα που οφείλονται στην ανδρεία του είναι λιγότερα. Έχει εννέα μεγάλα τραύματα, όλα μπροστά. Είναι πιο ψηλός και πιο όμορφος από μένα, καλός ομιλητής και με το βλέμμα στραμμένο στην πατρίδα. Ένα μόνο δεν του επιτρέπει να θεωρείται όμοιός μου. Του λείπει το στοιχείο της κτηνωδίας.
Γι΄ αυτό τον αγαπώ.
Εγώ κρύβω μέσα μου ένα κτήνος. Όλοι οι στρατιωτικοί διοικητές μου το έχουν. Ο Ηφαιστίων είναι φιλόσοφος, εκείνοι είναι πολεμιστές. Αυτός είναι καλός και ευγενικός, εκείνοι είναι φονιάδες. Μη με παρεξηγήσεις. Ο Ηφαιστίων έχει ερημώσει ολόκληρες περιοχές. Έχει διευθύνει σφαγές. Αλλά δεν τον αγγίζουν. Παραμένει ωραίος άνθρωπος. Το κτήνος δεν υπάρχει μέσα του. Ακόμα και η εντολή για κτηνώδεις πράξεις δεν τον καταδιώκει. Υποφέρει όσο δεν υποφέρω εγώ. Δε θα πει λέξη γι΄ αυτό, αλλά οι εκτελέσεις σήμερα του προξένησαν φρίκη. Το ίδιο συνέβει και με μένα, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Εγώ απεχθάνομαι τέτοια άχρηστα μέτρα, εκείνος μισεί τη σκληρότητά τους. Εγώ κατηγορώ τον εαυτό μου για έλλειψη προσοχής και φαντασίας. Εκείνος κοιτάζει στα μάτια τους κατάδικους και πεθαίνει μαζί τους.
<<Ποιον θα βάλεις τώρα επικεφαλής;>> ρωτάει. Εννοεί τους Δυσαρεστημένους.
Δεν ξέρω. <<Ο Τελαμών φέρνει τους δύο νεότερους υπαξιωματικούς. Ας μάθουμε περισσότερα γι΄ αυτούς>>.
Ο Κρατέρος μπαίνει. Η διάθεση φτιάχνει αμέσως. Είναι ο πιο σκληρός και ο πιο πολυμήχανος στρατηγός μου. Οι εκτελέσεις δεν τον ενόχλησαν καθόλου. Έχει όρεξη για φαγητό. Αναθεματίζει τη ζέστη. Αρχίζει να βρίζει τον αδιάντροπο ποταμό που κόβει το δρόμο μας και αναρωτιέται πως θα περάσουμε απέναντι αυτόν τον λυσσασμένο στρατό. <<Λοιπόν;>> λέει, ρίχνοντας λίγο νερό στο πρόσωπο και στο λαιμό του. <<Ποιοι στρατηγοί συνωμοτούν για την καταστροφή μας σήμερα;>>
Οι στρατιώτες, λέει το ρητό, είναι σαν τα παιδιά. Οι στρατηγοί είναι χειρότεροι. Στην ανεπάρκεια και την ακυβερνησία του απλού στρατιώτη, ο στρατηγός παραθέτει την περηφάνια και τη νευρικότητα, την ανυπομονησία, την αδιαλλαξία, την τσιγκουνιά, την αλαζονεία και την διπλοπροσωπία. Έχω στρατηγούς που δεν θα δείλιαζαν μπροστά στις φάλαγγες του Άδη, κι όμως δεν μπορούν να με κοιτάξουν στα μάτια για να μου πουν ότι έσπασαν ή ότι έχουν στραγγίσει πια ή ότι χρειάζονται τη βοήθειά μου. Οι στρατηγοί μου υπακούουν σε μένα αλλά όχι ο ένας στον άλλο. Μονομαχούν σαν γυναικούλες. Φοβάμαι μια εξέγερση από μέρους τους; Όχι, ποτέ. Ζηλεύονται τόσο πολύ ώστε αποκλείεται να μείνουν κάτω από την ίδια στέγη αρκετή ώρα για να σκαρώσουν την ανατροπή μου.
Οι στρατηγοί μου δε θα βρέξουν το πόδι τους σε τούτο το ποτάμι. Όλοι έχουν τα μάτια πίσω, στην αυτοκρατορία. Ο Περδίκκας θέλει τη Συρία. Ο Σέλευκος κάνει σχέδια για τη Βανυλώνα. Αποκαλώ ήδη τον Πτολεμαίο <<Αίγυπτο>>. Το τελευταίο που χρειάζονται οι στρατηγοί, έτσι πιστεύουν, είναι ένα δόρυ στα σπλάχνα και η αναζήτηση νέων περιπετειών. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; Έκαναν τους σκοτωμούς τους. Τώρα θέλουν να απολαύσουν τη λεία τους. Από έντακα διοικητές του σώματος, εμπιστεύομαι τη ζωή μου μόνο σε δύο, στον Ηφαιστίωνα και στον Κρατερό. Αυτό σημαίνει ότι οι άλλοι με μισούν; Όχι βέβαια! Αντίθετα, με λατρεύουν..
Αυτή είναι μια όψη της τέχνης του πολέμου, νεαρέ μου φίλε, που δεν υπάρχει στα εγχειρίδια. Εννοώ τη μάχη μέσα στο ίδιο σου το στρατόπεδο. Ο νεοδιορισμένος αξιωματικός φαντάζεται ότι ο βασιλιάς διοικεί το στρατό του. Αυτό είναι αλήθεια. Ο στρατός τον διοικεί. Πρέπει να ικανοποιεί την πείνα του για το νέο και την περιπέτεια, να τον κρατάει ενωμένο και σίγουρο (αλλά όχι πολύ σίγουρο, διαφορετικά θα γίνει θρασύς), να τον έχει πειθαρχημένο, να τον προσέχει, να τον ανταμείβει με λάφυρα και δώρα, αλλά να φροντίζει να εξανεμίζει τη λεία του σε οινόπνευμα και γυναίκες, ώστε να λαχταρά να πορευθεί και να πολεμήσει ξανά. Το να οδηγείς ένα στρατό είναι σαν να παλεύεις με μια ύδρα με εκατό κεφάλια. Συντρίβεις το ένα ερπετό, αλλά έχεις άλλα ενενήντα εννέα να πολεμήσεις. Και όσο πιο μακριά πορεύεσαι, τόσο το πράγμα δυσκολεύει. Πάνε εννιά χρόνια από τότε που δημιουργήθηκε τούτο το σώμα. Από το αρχικό στράτευμα πολλοί έχουν γιους που ενώθηκαν μαζία μας, αλλά και εγγόνια. Κέρδισαν και έχασαν περιουσίες. Πως μπορώ να κρατήσω ζωηρούς και σε ετοιμότητα; Από μόνοι τους δεν μπορούν. πρέπει να προσποιούμαι μαζί τους όπως ο ηθοποιός στο ακροατήριό του. να τους αγαπώ και να τους οδηγώ όπως ο πατέρας τα δύστροπα παιδιά του. Οι απόψεις του διοικητή; Στο τέλος, θα οδηγήσει το στρατό του μόνο εκεί που θέλει να πάει το σώμα.
<<Λοιπόν>> παρατηρεί ο Κρατερός <<δεν πήγε και τόσο άσχημα>>.
Εννοεί τις εκτελέσεις.
Όχι άσχημα; <<Ναι το πλήθος ευχαριστήθηκε πολύ με το θέαμα!>> <<Πάει, τέλιωσε πια. Το ζευγάρι που ζήτησες είναι εδώ>>.
Βγαίνουμε έξω. Είναι οι νεότεροι της δυσαρεστημένης μονάδας και οι μόνοι που δεν κατηγορήθηκαν. Ο Τελαμών τους έφερε, όπως του είχα ζητήσει.
Τους κοιτάζω, ελπίζοντας ότι θα έχουν τα κότσια να τα βγάλουν πέρα. Ο νεότερος είναι από την Πέλλα, στην Παλιά Μακεδονία, ο μεγαλύτερος από την Ανθεμούντα στις νέες επαρχίες. Καλπάζουμε κατά μήκος του φράγματος. Σκοπεύω να δοκιμάσω αυτά τα παλικάρια.
Τον νεαρό τον ξέρω. Τον λένε Αρύββα. Οι άντρες τον φωνάζουν <<Κουρούνα>>. Ο πατέρας του και ο αδελφός του έπεσαν στα Γαυγάμηλα, ήταν και οι δύο αξιωματικοί του σώματως των υπασπιστών. Έχει άλλα δύο αδέλφια και έναν εξάδελφο στην υπηρεσία μου, όλοι παλαίμαχοι που διακρίθηκαν στη μάχη. Ο Αρύββας υπηρέτησε ως βασιλικός παις στη σκηνή μου από τα δεκατέσσερα ως τα δεκαοκτώ. Μπορεί να διαβάζει και να γράφει ελληνικά και είναι ο καλύτερος παλαιστής στο στρατόπεδο στη μεσαία κατηγορία. Ο άλλος υπαξιωματικός, ο Μάτων, είναι μεγαλύτερος, γύρω στατριάντα, ένας άντρας που ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία, γι΄ αυτό και οι άντρες τον αποκαλούν <<νόθο>>. Κατάγεται από αριστοκρατική αλλά φτωχή οικογένεια από την προσαρτημένη Χερσόνησο. Έχει γυναίκα από τη Βακτριανή, εκπάγλου ομορφιάς, και είναι, όπως με πληροφόρησαν, το κίνητρο της φιλοδοξίας του. Και οι δύο υπαξιωματικοί είναι έξυπνοι και στη μάχη τολμηροί, πολυμήχανοι και ατρόμητοι.
Δείχνω τα εχθρικά οχυρά απέναντι από το ποτάμι, Ρωτάω το Μάτωνα από την Ανθεμούντα: <<Πως έκανες την επίθεση;>>
Ο ποταμός έχει πλάτος τετρακόσιες οργιές. Πολύ βάθος για να τον περάσει κανείς με τα πόδια και πολύ ορμητικός για να κολυμπήσει. Πρέπει να τον διαβούμε με πλοία ειδικά γι΄ αυτή τη δουλειά. Στις τελευταίες εκατό οργιές θα δεχτούμε μια βροχή από βέλη από τους εχθρικούς πύργους. Πενήντα οργιές πριν φτάσουμε, θα περάσουμε ανάμεσα από συμπαγή σώματα τοξοτών και θα καταλήξουμε σε μια λασπώδη όχθη ύψους δεκαοκτώ ποδών. Εκεί θα μας περιμένουν κι άλλοι τοξότες, ενώ η όχθη έχει οχυρωθεί με φράχτη από πασσάλους δέκα πόδια ψηλούς. Το μήκος αυτού του οχυρού είναι περίπου τριάντα στάδια. Πίσω του περιμένει ο ράτζα Πώρος, οι πολεμικοί του ελέφαντες και το σώμα των Ινδών ξατρίγια -των ευγενών που από τη γέννησή τους διδάσκονται μόνο την τέχνη του πολέμου και φημίζονται ότι είναι οι καλύτεροι τοξότες του κόσμου- και ένας στρατός εκατό χιλιάδων αντρών.
Ο υπαξιωματικός γυρίζει και με κοιτάζει στα μάτια.
<<Πως θα έκανα την επίθεση, αν ήμουν εσύ ή αν ήμουν εγώ;>>
Ο Τελαμών γελάει με την αναίδειά του, ενώ εγώ δαγκώνω τα χείλη. Τον ρωτώ ποια είναι η διαφορά.
<<Αν ο στρατός επιτεθεί με μένα επικεφαλής, κανένας σχηματισμός πάνω στη γη δεν μπορεί να καταλάβει αυτή τη θέση. Αλλά, αν τον οδηγήσεις εσύ, θα πέσει με ευκολία, παρόλο που τα στρατεύματά μας δεν είναι καλά εξοπλισμένα, πεινάνε και είναι καταρρακωμένα>>.
Ρώτησα γιατί;
<<Ξέροντας ότι το μάτι σου είναι επάνω τους, όλοι οι άντρες θα συναγωνιστούν άγρια με ανδρεία, προσπαθώντας να κερδίσουν την καλή σου γνώμη, που έχει μεγαλύτερη αξία από τη ζωή τους. Ακόμη, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, θα τους εμψυχώσεις ώστε να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Κάθε στρατιώτης που λέγεται άντρας του Αλεξάνδρου θα νιώσει ντροπή αν δεν αποδειχθεί άξιος τούτης της φήμης>>.
Ο Μάτων τελειώνει. Ο Κρατερός ξεφυσάει οργισμένος. Τόση κολακεία, δηλώνει, δεν ταιριάζει σε άντρες μιας ομάδας που πρόσφατα κατηγορήθηκε για εξέγερση!
Ο νέος απαντάει με σεβασμό αλλά με πάθος. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους συντρόφους του για έλλειψη θάρρους. <<Στην πραγματικότητα ο βασιλιάς>> λέει <<μας ανέθετε πάντα τις χειρότερες δουλειές, στο ψαχνό του εχθρού. Αν μας κατηγορείς για κάτι, ανάφερε την περίπτωση και θα την αποκρούσω>>.
Αυτό είναι δύναμη. Παίρνω θάρρος.
Ρωτώ τον νεότερο, ποιο θα ήταν το σχέδιό του. Αυτός είναι ο Αρύββας, η Κουρούνα.
<<Πρώτα, βασιλεύ>> αποκρίνεται <<θα δοκίμαζα κάθε άλλον τρόπο πριν διακινδυνεύσω μια μάχη. Ο ράτζα Πώρος είναι πολύ έξυπνος, όπως λένε οι άντρες. Μπορούμε να διαπραγματευτούμε μαζί του; Να τον κάνουμε ηγεμόνα κάτω από τη δική μας διοίκηση ή να ζητήσουμε απλώς (ακόμα και να εξαγοράσουμε) τη διέλευσή μας μέσα από το βασίλειό του; ίσως ο Πώρος να έχει εχθρούς που μισεί και φοβάται περισσότερο από μας. Θα μας δεχτεί ως συμμάχους ώστε να στραφούμε ενωμένοι εναντίον αυτών των εχθρών; Μπορούμε να του υποσχεθούμε ότι θα διοικεί επί των αντιπάλων του, που θα έχουν νικηθεί από τις κοινές μας προσπάθειες, ενώ ο στρατός μας θα κατευθύνεται ανατολικά του βασιλείου του, αφήνοντάς του το πιο μεγάλο και πιο πλούσιο κομμάτι;>>
Ακούγετε πολύ εύκολο. Τίποτε άλλο;
<<Ο ποταμός. Γιατί να τον περάσουμε στο σημείο αυτό; Κάτω από τα βέλη; Έχοντας απέναντί μας οχυρώσεις; Γιατί όχι δέκα στάδια βορειότερα; Ή είκοση ή εκατό; Γιατί να επιτρέψουμε ακόμα στον ποταμό να παραμείνει;>>
Πράγματι, γιατί;
<<Να αλλάξουμε το ρου του, βασιλεύ. Να σκάψουμε αυλάκια και να τον στρέψουμε προς τα δυτικά, όπως έκανε ο Μέγας Κύρος στη Βαβυλώνα. Αποξήρανέ τον και επέτρεψε στο ιππικό μας να τον διασχίσει καλπάζοντας!>>
<<Άκουσον, άκουσον>> παρατηρεί ο Τελαμών. Ο Κρατερός χτυπάει κοροϊδευτικά το θώρακά του. Δείχνω τον ποταμό που έχει φουσκώσει από τις βροχές λίγο πριν από τους μουσώνες. Για να αλλάξουμε το ρου του θα χρειαζόμασταν δέκα στρατούς.
<<Τότε ας συγκεντρώσουμε δέκα στρατούς. Προτιμώ να ξοδέψω ένα βαρέλι από τον ιδρώτα των αντρών μου παρά μια ρανίδα του αίματός τους. Η Τύρος μας πήρε μισό χρόνο για να πέσει. Ας ξοδέψουμε δύο, αν χρειαστεί! Υπάρχει και κάτι άλλο. Το θράσος του χτυπήματος. Η τόλμη του και μόνο θα προκαλέσει δέος στον εχθρό. Θα πιστέψει ότι οι άντρες που πολιορκούν τη χώρα του διαφέρουν από όλους όσους έχει αντιμετωπίσει, με μεγάλα αποθέματα θέλησης και μια φαντασία την οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Μπορεί να χρονοτριβήσει, να αντισταθεί, αλλά δε θα υπερισχύσει. Κι αυτό θα τον κάνει πιο βολικό στις διαπραγματεύσεις>>.
Ο μεγαλύτερος υποστηρίζει το σύντροφό του. <<Ένα πράγμα μας έχουν διδάξει οι νίκες σου, βασιλεύ. Να βλέπουμε όλους τους εχθρούς εν δυνάμει συμμάχους. Γιατί να αναγκάσουμε τόσο εκπληκτικούς πολεμιστές να μας αντιμετωπίσουν όταν, με το σωστό κίνητρο, μπορούν να πορευτούν στο πλευρό μας; Στο κάτω κάτω, ο αντικειμενικός μας σκοπός δεν είναι να συντρίψουμε όλους τους λαούς, μόνο και μόνο για να τους νικήσουμε και να τους καθυποτάξουμε>>.
Έβαλα το χέρι μου αντήλιο και κοίταξα τους δύο αξιωματικούς. Ο μεγαλύτερος, ο Μάτων, είναι τριάντα ετών, όπως είπα, με πυκνή καστανή γενειάδα και μάτια που μου θυμίζουν την εικόνα του Διομήδη στο ιερό του ήρωα, στη Λευκαδία. Ο μικρότερος, ο Αρρύβας, δε δείχνει ούτε για εικοσι δύο, έτσι χωρίς γενειάδα και λεπτός σαν καλάμι που είναι. Αλλά θεωρία του φανερώνει άνθρωπο μα αποφασιστικότητα και εξυπνάδα.
Οι δύο άντρες με έχουν κερδίσει. Η διοίκηση των Δυσαρεστημένων, τους λέω, θα είναι δική τους.
<<Καταλαβαίνετε γιατί πρέπει να περάσουμε τον ποταμό; Οι θεοί ας μας βοηθήσουν, γιατί σε κείνους εκεί τους προμαχώνες βρίσκεται ο μόνος αξιόλογος εχθρός που αντιμετώπισε ο στρατός μετά τους Πέρσες! Κοιτάξτε με. Νομίζετε ότι δε μοιράζομαι τη δυσαρέσκειά σας; Ότι δεν έχω απογοητευθεί από τις ευτελείς εκστρατείες και τις άδοξες πολιορκίες που αναγκαστήκαμε να κάνουμε από την πτώση του Δαρείου και μετά; Κοιτάξτε εκεί, στην απένατι όχθη του ποταμού.. Ο Πώρος και οι άντρες του. Τον αγαπώ! Με επανέφερε στη ζωή! Και θα εμπνεύσει πάλι το στράτευμα, και τη μονάδα σας επίσης, όταν τον αντιμετωπίσουμε ως στρατιώτες και ως στρατός>>.
4
Τελαμών
ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΟΣ είχα δύο παιδαγωγούς. Ο Αριστοτέλης μου έμαθε να κρίνω. Ο Τελαμών μου έμαθε να ενεργώ. Ήταν τριάντα τριών ετών. Εγώ ήμουν επτά. Κανείς δεν τοποθέτησε τον Τελαμώνα κοντά μου. Μάλλον εγώ τον ερωτεύτικα και αρνήθηκα να το κουνήσω από δίπλα του. Μου φαινόταν τότε, αλλά ακόμα και σήμερα, σαν την τέλεια ενσάρκωση του στρατιώτη. Συνήθιζα να ακολουθώ στο πεδίο των ασκήσεων, να μιμούμαι το βηματισμό του. Οι άντρες κατουριόνταν από τα γέλια. Δεν το έκανα από έλλειψη σεβασμού. Ήθελα απλώς να βαδίζω όπως αυτός, να στέκομαι όπως αυτός, να ιππεύω όπως αυτός. Είναι από την Αρκαδία, στη νότια Ελλάδα. Η μητέρα μου επιθυμούσε να μιλάω την αττική διάλεκτο. <<Άκου τον μικρό! Γουργουρίζει σαν Αρκάδας!>>. Ο Τελαμών ήταν λοχαγός τότε. Τώρα είναι στρατηγός. Ακόμα δεν μπορώ να τον φέρω από το πεδίο της μάχης στο προσωπικό της σκηνής μου. Ούτε πρόκειται να έρθει. Μια νυχτερινή πορεία είναι το καλύτερο πρωινό γι΄ αυτόν κι ένα ελαφρύ πρόγευμα, το ωραιότερο δείπνο.
Όταν ήμουν δέκα χρόνων, παρακάλεσα τον Τελαμώνα να μου διδάξει τι σημαίνει να είσαι στρατιώτης. Δε θα απαντούσε με λόγια. Αντί γι΄ αυτό, πήρε τον Ηφαιστίωνα κι εμένα τρεις μέρες στο βουνό, μέσα στο καταχείμωνο. Δεν καταφέρναμε να τον κάνουμε να μιλήσει. <<Αυτό σημαίνει να είσαι στρατιώτης, το να ταξιδεύεις σιωπηλός;>> Τη νύχτα κοντεύαμε να παγώσουμε. <<Αυτό σημαίνει, το να αντέχεις στις κακουχίες;>> Μήπως ήθελε να μας μάθει να παραμένουμε σιωπηλοί; Να υπακούμε σε διαταγές; Να ακολουθούμε χωρίς ερωτήσεις;
Το δειλινό της τρίτης ημέρας πέσαμε πάνω σε μια αγέλη λύκων που κυνηγούσε ένα αρσενικό ελάφι σε μια παγωμένη λίμνη. Ο Τελαμών κάλπασε προς τον πάγο. Στο πορφυρό φως, είδαμε την αγέλη να σκορπίζεται και να καταδιώκει τη λεία της πότε από δω πότε από κει, αλλά πάντα μακριά από τις παρυφές του δάσους και την όχθη. Ο ένας λύκος μετά τον άλλο ορμούσε εναντίον του ελαφιού που είχε κουραστεί πια. Τελικά ένας το έπιασε από το πόδι. Το ελάφι έπεσε στον πάγο. Μέσα σε μια στιγμή η αγέλη ήταν από πάνω του. Πριν ο Ηφαιστίων κι εγώ προλάβουμε να τραβήξουμε το χαλινάρι, οι λύκοι είχαν σκίσει το λαιμό του και το έτρωγαν κιόλας.
<< Αυτό είναι ο στρατιώτης>> είπε ο Τελαμών.
Όταν ήμουν έντεκα χρόνων, θυμάμαι που έβλεπα τον Τελαμώνα (υπηρετούσε τότε τον πατέρα μου) να σχηματίζει τη μονάδα του λίγο πριν βαδίσουν εναντίον των Τριβαλλών. Διέταξε κάθε στρατιώτη του ιππικού να καταβάσει το γυλιό του και να τον αφήσει στα πόδια του. Τότε ο Τελαμών προχώρησε κατά μήκος της γραμμής, ψάχνοντας κάθε γυλιό και πετώντας καθετί περιττό. Όταν τελείωσε, οι άντρες δεν είχαν τίποτε άλλο εκτός από ένα πήλινο κύπελο, ένα σιδερένιο σουβλί και ένα μανδύα, που θα έκανε χρέη πανωφοριού και κλινοσκεπάσματος.
Υπάρχουν κι άλλα πράγματα, μας δίδαξε ο Τελαμών τα οποία δεν έχουν θέση στο σακίδιο ενός στρατιώτη. Η ελπίδα είναι ένα από αυτά. Η σκέψη για το μέλλον ή το παρελθόν. Ο φόβος. Οι τύψεις. Ο δισταγμός.
Την παραμονή της μάχης στη Χαιρώνεια, όταν ήμουν δεκαοκτώ χρόνων και διοίκησα για πρώτη φορά ίλες των εταίρων, ο Ηφαιστίων κι εγώ γυρίσαμε όλες τις σειρές θέλοντας να καταλάβουμε το αξίωμα του μέντορά μας. Πως ήταν δυνατό να ενεργεί ένας στρατιώτης χωρίς ελπίδα; Προφανός οι προσδοκίες των αντρών μας ήταν πολύ μεγάλες όπως και οι δικές μας. Στην πραγματικότητα, δεν είχαμε τσιγκουνευτεί καθόλου προκειμένου να αναπτερώσουμε τις ελπίδες τους για δόξα, πλούτη και για κυριαχία σε όλη την Ελλάδα. Γελούσαμε, όπως όλοι οι νέοι, μαζί με τους συντρόφους μας, όταν ήρθε ένας λοχαγός μαζί με ένα γραμματέα, να γράψει τη διαθήκη κάθε άντρα. Ούτε ένας δεν υπέγραψε φυσικά. <<Δίνω τα μπαλάκια μου στον Αντίπατρο!>> <<Αφήνω τον πισινό μου στο στρατό!>> Ήμουν έτοιμος να πω κι εγώ μια εξυπνάδα, όταν ο Μελάς Κλείτος ρώτησε: <<Σε ποιον αφήνεις το άλογό σου Αλέξανδρε;>> Εννοούσε το Βουκεφάλα, ένα έπαθλο που άξιζε όσο οι μισθοί δέκα ζώων. Η σκέψη ότι θα μπορούσα να τον αποχωριστώ με έκανε να συνέλθω. Το αξίωμα του Τελαμώνα ξεκαθάρισε αμέσως.
Ένας πολεμιστής δεν πρέπει να πάει στη μάχη χωρίς ελπίδα, δηλαδή κενός από ελπίδα. Καλύτερα να βάλει στην άκρη όλες τις προσδοκίες -πλούτη, φήμη, ακόμα και τον θάνατο- και να επικεντρωθεί στο δρεπάνι της εξόντωσης πάνω απ΄ όλα, αποδεχόμενος αποκλειστικά την έκβαση που είναι γνωστή μόνο στους θεούς. Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο σ΄ αυτό. Όλοι οι στρατιώτες το κάνουν. Πρέπει, ειδάλλως δεν μπορούν να πολεμήσουν.
Αυτό εννοούσε ο Τελαμών όταν ξεδιάλεξε τα πράγματα των στρατιωτών του ή όταν έτρεχε σε παγομενές βουνοκορφές για να δείξει σε δύο παιδιά με πόσυ ψυχρότητα σκοτώνει ένα σαρκοβόρο.
Μια άλλη φορά, όταν ήμασταν έφηβοι, ο Ηφαιστίων κι εγώ ρωτήσαμε τον Τελαμώνα αν η αυτοκυριαρχία είχε θέση στο γυλιό του στρατιώτη. <<Ναι, έχει>> απάντησε, συνεχίζοντας να μπαλώνει το μανδύα του, μια δουλειά που είχε διακόψει η ερώτησή μας. <<Διότι ο αυτοέλεγχος του πολεμιστή, του οποίου παρατηρούμε και θαυμάζουμε τη συμπεριφορά, δεν είναι παρά η εξωτερική φανέρωση τηε εσωτερικής τελειότητας του άντρα. Αρετές όπως η υπομονή, το θάρρος, η ταπεινότητα, τις οποίες ο στρατιώτης φαίνεται ότι έχει αποκτήσει με σκοπό να νικήσει τον εχθρό, στην πραγματικότητα τις χρειάζεται για να τον προστατεύσουν από τους εχθρούς που κρύβει μέσα του - τους αιώνιους ανταγωνιστές του όπως η απροσεξία, η απληστία, η οκνηρία, η έπαρση κ.λ.π. Όταν ο καθένας μας αναγνωρίσει, όπως οφείλουμε να κάνουμε, ότι κι εμείς έχουμε μπλέξει σ΄ αυτόν τον αγώνα, θα ανακαλύψουμε ότι κλίνουμε προς τον πολεμιστή όπως ο βοηθός στο μάντη του. Πράγματι, ο αληθινός πολεμιστής μπορεί να νικήσει τον εχθρό του χωρίς να δώσει ούτε ένα χτύπημα, απλώς με το παράδειγμα της αρετής του. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο μπορεί να νικήσει τον εχθρό αλλά να τον κάνει φίλο και σύμμαχό του, κι ακόμη, αν το επιθυμεί, δούλο του>>. Ο μέντοράς μας γύρισε προς το μέρος μας και χαμογέλασε. <<Όπως έκανα με εσάς>>.
Αυτό μου έδωσε μια ιδέα.
Ίσως στις απλές αρετές που έμαθα όταν ήμουν παιδί βρίσκεται ο τρόπος να γυρίσουμε πίσω, τόσο εγώ όσο και ο στρατός μου. Ο χρόνος πιέζει. Οι άντρες δε θα περιμένουν, ούτε αυτός ο ποταμός.
Ας ξαναπάρουμε λοιπόν το δρόμο, νεαρέ μου φίλε - εγώ θα διηγούμαι κι εσώ θα ακούς. Ας ξεκινήσουμε από την αρχή.
Από τη Χαιρώνεια.
Συνεχίζεται...
~)I(~ ΕΛ-ΛΗΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΝ ~)I(~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.